Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Ο SANTA CLAUS ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

            Στο εργαστήρι του Santa Claus παρατηρείται τις τελευταίες μέρες μεγάλη αναστάτωση. Βέβαια αυτό είναι γνωστό φαινόμενο, καθότι ο Santa με τους βοηθούς του, τα ξωτικά, παλεύουν να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους πριν την ανατολή κάθε νέας χρονιάς. Δηλαδή να προετοιμάσουν το έλκηθρο, να κατασκευάσουν τα παιχνίδια που παρήγγειλαν τα παιδιά και όταν αυτά ζωντανέψουν, να μπουν στον τεράστιο σάκο του Santa, για να αρχίσει το υπέροχο ταξίδι της διανομής στα πέρατα του κόσμου!   

Ωστόσο τη φετινή χρονιά η κατάσταση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο! Αφενός τα γράμματα, τα email, τα μηνύματα στο messenger, στο viber, στην προσωπική ιστοσελίδα του Santa και στους λογαριασμούς του facebook του instagram κ.λ.π., είχαν πολλαπλασιαστεί σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και αφετέρου όλα τα παιχνίδια - κυρίως τα ηλεκτρονικά - που περιείχαν ακραία βία, απρεπή εκφορά λόγου, τρομακτικά τατουάζ και αναφορές σε εξαρτησιογόνες ουσίες, έπρεπε να αντικατασταθούν με παρόμοια παραδοσιακά που να έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, ώστε να προστατευτούν τα παιδιά από τους κερδοσκόπους.  

-       Απλά, δεν θα προλάβουμε! γκρίνιαξε ένα ξωτικό. Ο πληθυσμός της γης ξεπέρασε εδώ και καιρό τα οκτώ δισεκατομμύρια και πάει για τα εννιά ολοταχώς! Πρέπει να βρούμε μία λύση ή μία δικαιολογία για τα παιδιά που δεν θα πάρουν φέτος δώρο!   

-       Να τα φορτώσουμε στην κλιματική αλλαγή, πρότεινε ένα άλλο!  

-       Να πούμε πως κολλήσαμε covid, πρόσθεσε ένα τρίτο ξωτικό, το πιο τεμπέλικο!

Ο Santa, όσην ώρα τα ξωτικά προσπαθούσαν να βρουν μια πειστική δικαιολογία, έστεκε αμίλητος και σκεπτικός! Τελικά το αποφάσισε!

-       Θα ζητήσουμε βοήθεια από τον ΠΟΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, είπε θριαμβευτικά! Είμαι σίγουρος πως αυτοί θα βρουν τη λύση!

Την επομένη κιόλας, κατέφθασε με την πρωινή ταχυμεταφορά ένα τεράστιο κουτί ίσα με το μπόι του Santa Claus και από μέσα ξεπετάχτηκε ένα ρομπότ ίδιος κι απαράλλαχτος ο Santa! Έγραφε στην κάρτα που κρεμόταν από την άκρη του σκούφου του: «Όνομα: Santa Robot, κατηγορία Α+++, προηγμένης τεχνητής νοημοσύνης με ανθρώπινη σκέψη και ανθρώπινη μορφή. Πατήστε τρεις φορές τη μύτη του για έναρξη»!

Ο Santa Claus το κοίταξε με καχυποψία! Το Santa Robot, πήρε μπροστά με την πρώτη: «Πιάνω αμέσως δουλειά, αρχίζω με την επιθεώρηση των παιχνιδιών! Εσείς μην κάνετε τον κόπο. Χο Χο Χο Χο είπε αυτό και έξυσε δύο φορές με την παλάμη του τη μύτη»!

Ο Santa Claus κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. «Δεν είναι κόπος για μας, είναι καθήκον», του απάντησε αυστηρά, χωρίς να μπορέσει να κρύψει την αντιπάθεια που ένοιωθε για το ρομπότ με την πρώτη. «Αλλά τι ξέρεις εσύ από ευθύνες και καθήκον. Είσαι γεμάτος βίδες, γρανάζια, αλγόριθμους και σιλικόνες»!

-       «Μην ανησυχείς, απλά θέλει να σε βοηθήσει», του απάντησαν την επομένη στο τηλέφωνο από τον ΠΟΕ, όταν τους πήρε να τους ζητήσει να το αντικαταστήσουν με άλλον βοηθό, γιατί το S. Robot έκλεψε από το γραφείο του τα κλειδιά της αποθήκης παιχνιδιών και τα επιθεωρούσε χωρίς να έχει σχετική άδεια. «Άφησέ το να κάνει όπως ξέρει τη δουλεία του και δίνε του πρωτοβουλίες, του είπαν. Ο οργανισμός βασίζει πολλά στα ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης της κλάσης του Santa Robot».

Ο Santa Claus όμως δεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση των υπευθύνων του ΠΟΕ. Εξακολουθούσε να έχει ενδοιασμούς για τις προθέσεις της μηχανής που του φορτώσανε .

 Ο ίδιο απόγευμα, πήρε το έλκηθρό του και βγήκε στον καθαρό αέρα να σκεφθεί πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όταν μια μεγάλη χιονόμπαλα ξεκόλλησε από μια κορυφή και κόντεψε τον γκρεμοτσακίσει μαζί με το έλκηθρο σε μια απόκρημνη ρεματιά!

-       Ένα, Χο! Χο! Χο! Χο! ακούστηκε πίσω από κάτι βράχια!

            Λίγο αργότερα, ο Santa Claus κάθισε στο γραφεί του να γράψει μια αναφορά του συμβάντος προς τον ΠΟΕ και να ζητήσει την άμεση αντικατάσταση αυτού του ύπουλου ρομπότ. Τότε χτύπησε η πόρτα και εμφανίστηκε η μηχανή κρατώντας στα χέρια ένα κουτί μελομακάρονα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. «Αυτά κέρασμα από μένα, για να πιεις στην υγεία μου αφεντικό», είπε ο S. Robot και έξυσε δύο φορές με την παλάμη του τη μύτη.

            «Αναθεματισμένη μηχανή», είπε από μέσα του ο καλοκάγαθος Santa. Η μηχανή όμως συνέχισε.

-       Τα παιδιά την σήμερον ημέρα είναι πολύ έξυπνα και μπορούν να διακρίνουν τους κινδύνους που κρύβουν τα κακόβουλα παιχνίδια αφεντικό. Κι εμείς θα πρέπει να τα αφήνουμε ελεύθερα να τα αξιολογούν και να αποφασίζουν τα ίδια ποια πρέπει να παίζουν και ποια να παραμερίζουν. Να βγάζουνε και οι κατασκευαστές των παιχνιδιών κάνα φράγκο παραπάνω, για να παράγουν όλο και πιο εντυπωσιακά παιχνίδια και να παίρνουν μεγαλύτερη χαρά τα παιδιά όταν τους τα μοιράζεις κάθε πρωτοχρονιά.

-       Ανάθεμά την ώρα που σε φορτώθηκα εδώ πέρα αναθεματισμένη μηχανή! άστραψε και βρόντηξε o Santa Claus. Αλλά τι ξέρετε εσείς οι μηχανές από ανθρωπιά; Μόνο να μετράτε και να υπολογίζετε με την τεχνητή νοημοσύνη σας, εξισώσεις και λογαρίθμους. Τίποτε δεν ξέρετε από συναίσθημα, από αγάπη, από υψηλές αξίες και ιδανικά! Τίποτε! Ούτε και πρόκειται ποτέ να μάθετε γιατί απλά δεν είστε τίποτε περισσότερο από υπολογιστικές μηχανές. Μηχανές αποθήκευσης πληροφοριών που σας δίνει ο κατασκευαστής σας για να σας εκμεταλλεύεται και να τα κονομάει. Τα παιδιά του κόσμου είναι το αύριο της ανθρωπότητας και όχι οι μηχανές. Και τα παιδιά θα πρέπει να τα προστατεύουμε, γιατί αυτά μόνο μπορούν να δημιουργήσουν ένα αισιόδοξο μέλλον! Αύριο κιόλας το πρωί, θα πάρω τηλέφωνο τον ΠΟΕ να έρθουν να σε παραλάβουν στο πακέτο. Να μου φέρεις αμέσως τα κλειδιά των αποθηκών με τα παιχνίδια. Και σταμάτα επιτέλους αναιδέστατε να ξύνεις όλη την ώρα τη μύτη σου με την παλάμη!

Την επομένη το πρωί ο Διευθύνων σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δέχθηκε από τη Λαπωνία ένα βιντεομήνυμα στο οποίο εμφανιζόταν ο Santa Claus να κάθεται αναπαυτικά στο γραφείο του και να του λέει πίσω από την κατάλευκη γενειάδα του:

-       Καλημέρα από την παγωμένη Λαπωνία, πήρα να σας αναφέρω ότι το ζήτημα που είχε δημιουργηθεί με το ρομπότ που μου στείλατε, διευθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες σας. Τα παιχνίδια είναι έτοιμα και θα τα πάρουν τα παιδιά στην ώρα τους, όπως ακριβώς τα ζήτησαν στα γράμματά τους και το επιθυμεί ο ΠΟΕ.

            Ο Διευθύνων σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, έτριψε τα χέρια του από χαρά!

            Ο Santa, έξυσε δυο φορές με την παλάμη του τη μύτη και γέλασε μηχανικά! Χο! Χο! Χο! Χο!

 

Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το 2024!

Γιάννης Β. Δεβελέγκας  

 

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

 


Ο πρώην υπουργός, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεβάτι, αφήνοντας μόνη πάνω στα σατέν σεντόνια τη συντρόφισσα σύντροφό του να ροχαλίζει, με τον τρόπο που μόνο μια συντρόφισσα σύντροφος ξέρει να το κάνει ύστερα από μια εξαντλητική κρεβατομουρμούρα.

«Δεν μου φτάνανε οι εφιάλτες που έχω μετά την ψηφοφορία που έβγαλε τον νέο αρχηγό, έχω και τη γκρίνια της από πάνω», αντήχησε πνιγμένη πίσω από τα σφιγμένα του δόντια, η φωνή του πρώην υπουργού. «Αυτή η γυναίκα δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει ότι είναι άλλο πράγμα να κυβερνάς και άλλο να έχεις την εξουσία. Την κυβέρνηση σου τη δίνει ο κυρίαρχος λαός, ενώ… την εξουσία την παραλαμβάνεις στα χαρτιά από το τους ρεπουμπλικάνους του Τέξας και την παραδίνεις στους δημοκρατικούς της Σίλικον Βάλεϊ, στην Καλιφόρνια»!

Κοίταξε απελπισμένος το ρολόι που φώτιζε στο κομοδίνο! Έγραφε 2:47 μετά τα μεσάνυχτα. «Πάει, πέρασαν ανεπιστρεπτί εκείνες οι ξέγνοιαστες εποχές που κυβερνούσαμε και ρίχναμε ομαδικά τους ύπνους μας πάνω στα έδρανα του κοινοβούλιου», σκέφτηκε.

«Θα πάω στο γραφείο να διαβάσω το “Κεφάλαιο” για να συνέλθω», αποφάσισε τελικά, και κρέμασε πάνω του νωχελικά τη ρόμπα με το σφυροδρέπανο, με τον τρόπο που μόνο οι πρώην υπουργοί της αλλαγής και της προόδου ξέρουν να κρεμάνε. Ύστερα, σύρθηκε προς το γραφείο του στην άλλη άκρη της πολυτελέστατης βίλας που κονόμησε από τους κόπους και τις θυσίες του… κυρίαρχου λαού.

 «Μετά από τις τελευταίες εξελίξεις στο κόμμα, η πιθανότητα να γίνω από “πρώην” ο “επόμενος” όλο και απομακρύνεται», μουρμούρισε αποκαμωμένος και κάθισε βαριά πάνω στην ενισχυμένη πολυθρόνα του, κάτω από τη ξεθωριασμένη από τα χρόνια αφίσα του Τσε.

Αυτή την αφίσα, όπου και να πήγε όπου κι αν βρέθηκε, την έπαιρνε πάντα μαζί του ο πρώην υπουργός, πακέτο, με την κορνιζαρισμένη ακουαρέλα του Ιωσήφ.

Από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια, τον ενέπνεε η ορμή και η επαναστατικότητα του Γκεβάρα και δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ. Ούτε και τώρα σκέφτεται να τον προδώσει, παρότι πιέζεται από εκείνους τους εκσυγχρονιστές συντρόφους που τον έχουν αποκηρύξει, υποστηρίζοντας στις κατ΄ ιδίαν ιδεολογικές τους αναζητήσεις ότι θα έπρεπε ο Τσε να μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κατά την αμερικάνικη έκφραση που καθιέρωσε στην Ελλάδα ο Ανδρέας), γιατί οι καιροί και οι καταστάσεις άλλαξαν, και πλέον οι ομοφυλόφιλοι δεν θεωρούνται υποπροϊόν του καπιταλισμού, ούτε διώκονται όπως συνέβαινε παλιά στην εποχή του ορθόδοξου κομμουνισμού, που τους έχωναν μέχρι θανάτου στα μπουντρούμια της Κούβας και της Σοβιετίας.

Έκανε να πιάσει από τη βιβλιοθήκη τον έκτο τόμο από το κεφάλαιο του Μαρξ, αλλά την προσοχή του τράβηξε ένα σημείωμα που του είχε αφήσει πάνω στο γραφείο ο Παύλος, ένας πάντα καλά πληροφορημένος παρατρεχάμενος του πάλαι ποτέ υπουργείου του. Το ξεδίπλωσε όλος περιέργεια. Είχε γραμμένες πάνω στο λευκό χαρτί δυο μόνο λέξεις: «Σκοτεινό Διαδίκτυο».

Τις είχε ακούσει ξανά αυτές τις δύο λέξεις σε μία μάζωξη στο παραθαλάσσιο φτωχόσπιτο που νοίκιαζε ο τέως αρχηγός δίπλα στο ιερόν ακρωτήριον που έλεγε ο Όμηρος. Αυτό το φτωχόσπιτο, παρεμπιπτόντως, έστεκε ακριβώς απέναντι από τα κότερα των εφοπλιστών, με τα οποία μυήθηκαν στο γιώτινγκ οι εκπρόσωποι του ηθικού πλεονεκτήματος.

Τους είχε πει τότε ο παλιός αρχηγός, χωρίς ωστόσο να δώσει κανείς τους την πρέπουσα σημασία, πως εκτός από το διαδίκτυο που ξέρουμε όλοι, υπάρχει παράλληλα κάτω από αυτό, και το «Σκοτεινό Διαδίκτυο». Εκεί, με τη βοήθεια κάποιου ειδικού λογισμικού, συναγελάζονται χωρίς να προδίδεται η ταυτότητά τους, αρρωστημένοι και διεστραμμένοι άνθρωποι που διακινούν παιδική πορνογραφία και ικανοποιούν κάθε άλλου είδους ανώμαλες επιθυμίες. Εκεί, όποιος θέλει, μπορεί να αγοράσει ναρκωτικά και να προμηθευτεί περίστροφα από πεντακόσια δολάρια και πολεμικά όπλα από ένα χιλιάρικο. Εκεί βρίσκεται ο χώρος που επιδίδονται κάποιες περίεργες εταιρείες και ΜΚΟ, στο να ανεβάζουν και να κατεβάζουν κυβερνήσεις, να αλλοιώνουν τα εκλογικά αποτελέσματα. Εκεί, τους είχε διαφωτίσει με νόημα ο τέως, μπορεί κάποιος επιχειρηματίας ή πολιτικός να κρύψει χρήματα, χωρίς να εντοπίζεται από τους μηχανισμούς δίωξης του οικονομικού εγκλήματος!

Ο πρώην υπουργός κοίταξε ασυναίσθητα προς την υδατογραφία του Ιωσήφ που έστεκε αγέρωχος στον απέναντι τοίχο. Το άγριο βλέμμα του τον ανατρίχιασε, με τον τρόπο που μόνο το βλέμμα του Στάλιν σε έκανε να ανατριχιάζεις.  

Τους είχε προειδοποιήσει έμμεσα ο τότε αρχηγός, που μάθαινε πολύ σπουδαία πράγματα στα ταξίδια που έκανε στην Κούβα, στη Βενεζουέλα, στα λόμπυ, στο City of London και στους Rothschild και LOreal των Παρισίων, πως η ιδεολογία τους είναι πια ξεπερασμένη και πως το κόμμα έπρεπε να μεταλλαχθεί, να πετάξει από πάνω του την σοσιαλιστική ντροπή και την ρετσινιά του ξεπεσμένου υπαρκτού κομουνισμού, που τώρα πια είναι ανύπαρκτος σε όλες τις προοδευμένες κοινωνίες του ελεύθερου Δυτικού κόσμου.

Ο πρώην υπουργός κοίταξε ασυναίσθητα προς την ξεθωριασμένη αφίσα του Τσε. Του φάνηκε απογοητευμένος, με τρόπο που ποτέ κανένας ήρωας των νεανικών του χρόνων δεν ήξερε να απογοητεύεται.   

Και για να το πετύχουν αυτό, θυμήθηκε πως επέμενε ο τότε αρχηγός του, το κόμμα χρειαζόταν έναν νέο αρχηγό! Να είναι αυτοδημιούργητος, πλούσιος, όμορφος, αρρενωπός, καλογυμνασμένος που όμως να αγαπάει - στ’ αλήθεια και όχι στα ψέματα όπως εμείς - τα ασθενή φύλα και να παρουσιάζεται προστάτης των αδύναμων και του περιθωρίου! Να έχει απαραιτήτως εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα, και να έχει υιοθετήσει συμπεριφορές, στάσεις και αξίες του αμερικανικού πολιτισμού, ώστε να είναι σε θέση να υποστηρίζει αποτελεσματικά τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή!   

Ο πρώην υπουργός κοίταξε ασυναίσθητα προς την ξεθωριασμένη αφίσα του Τσε. Εκείνη όμως είχε πέσει στο πάτωμα και την μασουλούσε ο σκύλος του πρώην υπουργού, με τον τρόπο που μόνο ο σκύλος ενός πρώην υπουργού ξέρει να μασουλάει!

Ο Πρώην υπουργός, παρά το ασήκωτο από τα παραπανήσια κιλά κορμί του, πετάχτηκε σαν ελατήριο από την πολυθρόνα του. Άρπαξε από το γραφείο του το συνδεδεμένο με το ίντερνετ δωρεάν λάπτοπ που του είχε παραχωρήσει η πατρίδα, το πέταξε με λύσσα στο πάτωμα και άρχισε να το ποδοπατάει με τον τρόπο που μόνο ένας πρώην υπουργός ξέρει να ποδοπατάει την εξουσία και τα οφίτσια που του προσφέρει ανοήτως η πατρίδα!   

 Γιάννης Β. Δεβελέγκας

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν κείμενο, είναι προϊόν μυθοπλασίας και οπωσδήποτε δεν αναφέρεται σε χώρα πολιτισμένη, αξιοπρεπή και ανεξάρτητη. Τυχόν ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις, αν υπάρχουν, είναι τελείως συμπτωματικές, με τον τρόπο που μόνο σε μια τέτοια χώρα θα μπορούσαν να είναι.

 

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

ΗΠΕΙΡΟΣ, ΚΟΡΗ ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΘΕΩΝ…

            

           Ο Ηπειρώτης ποιητής, Κώστας Τζίμας, σημειώνει σε ένα ποίημά του που υμνεί την απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό: «Ήπειρος μάνα της φειδούς και της υπομονής, κόρη ηρώων και Θεών των ημιθέων γης…».
           Κατά πόσον ωστόσο θα μπορούσε η Ήπειρος να χαρακτηρισθεί «κόρη ηρώων και Θεών»; Την απάντηση μου την έδωσε ένας γέροντας με γραμματικές γνώσεις Δευτέρας Τάξεως του Δημοτικού, όταν, πριν πολλά χρόνια, συναντηθήκαμε τυχαία ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στην Αρίστη Ιωαννίνων. Απάντηση που επιβεβαίωσα αργότερα σε ξένη βιβλιογραφία, μιας και ελαχιστότατοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς και μελετητές είχαν ασχοληθεί ως τότε με την ελληνική μυθολογία, και οι δικές μου γνώσεις από το σχολείο ήταν ελλιπέστατες:
           «Για να βρούμε πώς πήρε το όνομά της η Ήπειρος, είπε βαθυστόχαστα ο γέροντας, πρέπει να ακολουθήσουμε τα βήματα του Κάδμου, του πρίγκιπα της Φοινίκης! Όλα αρχίζουν τη μέρα που ο Δίας παρουσιάστηκε με την μορφή λευκού ταύρου και έκλεψε την πριγκιποπούλα Ευρώπη από τη Σιδώνα! Ο πατέρας της, βασιλιάς Αγήνωρ, κάλεσε αμέσως τους τέσσερις γιούς του και τους πρόσταξε να τη φέρουν πίσω! Τα τρία αδέρφια γρήγορα εγκατέλειψαν την προσπάθεια και μόνο ο Κάδμος έμεινε αποφασισμένος να παλέψει με θεούς και δαίμονες για να τη φέρει πίσω. Έτσι, περιπλανώμενος, βρέθηκε ένα ξημέρωμα στα πυκνά δάση της Κιλικίας.
           Λίγα μόλις βήματα από εκεί που στεκόταν ανυποψίαστος ο Κάδμος, το φοβερό τέρας Τυφωέας με τα διακόσια χέρια και τα εκατό περιτριγυρισμένα από φίδια κεφάλια του, είχε τυλιχθεί γύρω από τον ανήμπορο να αντιδράσει Δία, καθώς του είχε αφαιρέσει από τα χέρια και τα πόδια τα νεύρα!
           Τι είχε όμως συμβεί;
           Μια μέρα που ο Δίας γυρόφερνε την παρθένα Πλουτώ, η Γή που παραδοσιακά έπαιρνε εκδίκηση για όλα τα θύματα των Ολυμπίων Θεών, φώναξε τον γιο της Τυφωέα - ένα μοχθηρό αρχέγονο πλάσμα - και του είπε ότι είναι ευκαιρία να κλέψει τους κεραυνούς του Δία, καθότι αυτός όταν μπερμπάντευε παρουσιαζόμενος ως ταύρος ή αετός ή κύκνος ή χρυσή βροχή, άφηνε τους κεραυνούς του πίσω από έναν βράχο στον Όλυμπο. Έτσι λοιπόν ο Τυφωέας έκλεψε τους κεραυνούς του Δία, έγινε παντοδύναμος και έσυρε τον πρώτο τη τάξει θεό του Ολύμπου στην σπηλιά του στην Κιλικία.
           Όταν ο Κάδμος αντίκρισε ξαφνικά την φρικιαστική αυτή εικόνα, δεν έχασε την ψυχραιμία του! Εκμεταλλεύτηκε τη γνώση και την πονηριά που είχε για να τιθασεύσει το τέρας. Του υποσχέθηκε πως θα του εκμυστηρευόταν το μυστικό της σωστής μουσικής που του είχε διδάξει ο ίδιος ο Απόλλωνας, αρκεί να του έδινε μερικά νεύρα για να φτιάξει την χαλασμένη του λύρα! Ο υπερόπτης και αφελής Τυφωέας δέχθηκε και έδωσε στον Κάδμο τα νεύρα του Δία για να φτιάξει τη λύρα του!
           Τότε ο Κάδμος έβγαλε από τον σάκο του έναν αυλό και άρχισε να παίζει μια μεθυστική μελωδία που βύθισε το τέρας στην απόλαυση και τον ύπνο. Μόλις το τέρας αποκοιμήθηκε για τα καλά, έδωσε τα νεύρα στον Δία, που με τη δέσμη πλέον των κεραυνών δική του, ανέκτησε τις θεϊκές του δυνάμεις και εκσφενδόνισε τον Τυφωέα στα βάθη της γης κάτω από την Αίτνα.
           Ο Δίας για να ευχαριστήσει τον Κάδμο, του έταξε πως θα έπαιρνε γυναίκα του την Αρμονία και θα γινόταν «σωτήρας της αρμονίας του κόσμου», καθώς, αρμονία, σημαίνει το ζεύξιμο των αντιθέτων! Έτσι τώρα ο Κάδμος, στην νέα του περιπλάνηση, αναζητούσε αντί για μία γυναίκα, δύο! Την αδερφή του Ευρώπη και τη μέλλουσα γυναίκα του, τηνΑρμονία.
           Φθάνοντας μια μέρα στη Σαμοθράκη, φιλοξενήθηκε από τον Βασιλιά Αιμάτιο και τη σύζυγό του Ηλέκτρα. Την ώρα του συμποσίου, και καθώς ο Κάδμος όπως συνηθίζετο αφηγείτο την ιστορία του, πλησίασε την Ηλέκτρα ένας νέος με ξανθά σγουρά μαλλιά. Ήταν ο Ερμής! Την τράβηξε παράμερα και της είπε ότι ήταν επιθυμία του Δία, να δώσει την κόρη της Αρμονία σύζυγο στον φιλοξενούμενο. Η Ηλέκτρα που γνώριζε πως η Αρμονία δεν ήταν δικό της παιδί αλλά ήταν καρπός του έρωτα του Άρεως και της Αφροδίτης (της αγριότητας και της τρυφερότητας) που της την είχαν εμπιστευτεί για να τη μεγαλώσει, έπεισε τον Αιμάτιο, κι έτσι ο Κάδμος φεύγοντας από το νησί πήρε μαζί του και την πανέμορφη Αρμονία!
           Ακολούθησαν οι δυο τους πορεία προς τους Δελφούς για να πάρει ο Κάδμος χρησμό από την Πυθία. Εκείνη του είπε πως είναι μάταιο να αναζητά τον ταύρο που δεν τον γέννησε καμία αγελάδα και πως κανείς θνητός δεν μπορεί να τον συναντήσει. Του είπε επίσης να ακολουθήσει τη δαμάλα που θα βρει έξω από τον ναό, και εκεί που αυτή κατάκοπη θα γονατίσει, να κτίσει μια πόλη και το βασίλειό του.
           Έτσι και έγινε, η αγελάδα σταμάτησε από την κούραση στην περιοχή της Τανάγρας που εκείνη την εποχή καλυπτόταν από παρθένα δάση. Εκεί έκτισε ο Κάδμος τη Θήβα με επίκεντρο το παλάτι του και γύρω από αυτό χαραγμένη την γεωμετρία των ουρανών με πολύχρωμες πέτρες από τον Κιθαιρώνα και τον Ελικώνα που σχημάτιζαν τους πλανήτες! Ακολούθησαν οι γάμοι.
           Στους γάμους του Κάδμου και της Αρμονίας κατέβηκαν όλοι οι θεοί του Ολύμπου και βέβαια πρώτοι και καλύτεροι οι Άρης και Αφροδίτη, οι γονείς της Αρμονίας! Από τον γάμο απέκτησαν τέσσερις κόρες, την Αγαύη, την Σεμέλη, την Ινώ και την Αυτονόη. Η Αγαύη παντρεύτηκε τον σπαρτό Εχίνοα και απέκτησαν τον Πενθέα και την Ήπειρο. Όταν ο Πενθέας έγινε βασιλιάς της Θήβας αμφισβήτησε τον Διόνυσο ως θεό, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσουν οι ακόλουθες του Διονύσου, Μαινάδες («Βάκχαι» του Ευριπίδη) και συγκεκριμένα η ίδια του η μητέρα η Αγαύη μέσα στον παραλογισμό των διονυσιακών τελετουργικών.
           Μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα ο Κάδμος με την Αρμονία και την εγγονή τους Ήπειρο, έχοντας μαζί τους την τέφρα του Πενθέα, εγκατέλειψαν τη Θήβα και εγκαταστάθηκαν βόρεια. Η Ήπειρος πέθανε στη Χαονία και έτσι, όλη η ορεινή περιοχή που την κατοικούσαν οι Χάονες, οι Θεσπρωτοί και οι Μολοσσοί, ονομάστηκε ΗΠΕΙΡΟΣ»!
           Μου είπε κι άλλα ο γέροντας για τον Δωδωναίο Δία, για τη Διώνη, για την κοινή καταγωγή των Κρητών (Μίνωες) και Ηπειρωτών (Δωδωναίοι) για την προγιαγιά της Ευρώπης, την Ιώ, που χάρισε το όνομά της στο Ιόνιο πέλαγος!
           Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν περασμένη. Ούτε που καταλάβαμε πως πέρασε! Πριν χωριστούμε, με πήρε από κάτω η περιέργεια και τον ρώτησα από πού είχε αποκτήσει όλη αυτή τη γνώση! Αυτός, τράβηξε με το χέρι που κρατούσε το κεχριμπαρένιο του κομπολόι την κουρτίνα που έκρυβε το διπλανό παράθυρο. Και κοιτάζοντας προς τον καθαρό από σύννεφα ουρανό που εκείνη την ώρα νύχτωνε για να σχηματιστούν επάνω του τ’ άστρα και οι αστερισμοί, ψιθύρισε: «Απ’ τους παλιούς»!
 
Γιάννης Β. Δεβελέγκας              

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥ

 

                Ο φυσικός θάνατος του τέως βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου και τα επικριτικά - επιτιμητικά σχόλια που ακολούθησαν το γεγονός, από τους πάσης φύσεως κατέχοντες την αποκλειστικότητα της γνώσης και της ορθής γνώμης Ελλήνων του ανύπαρκτου βιογραφικού, έφεραν στο μυαλό μου ένα περιστατικό που εξελίχθηκε πριν αρκετά χρόνια στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
           Ένα περιστατικό που ποτέ δεν θα απασχολήσει την πολιτική ιστορία του τόπου και που ελάχιστοι από τους παρευρισκόμενους συντελεστές και θεατές εκείνης της παράστασης θα το θυμούνται, καθόσον το έργο του Αριστοφάνη που παιζόταν εκείνο το απόγευμα, ήταν ένας συμβιβασμός των διοργανωτών για να κοπούν εισιτήρια. Να έχουν δηλαδή εισπρακτική επιτυχία, προσελκύοντας το φανατικό κοινό των αστέρων της τηλεόρασης, κάνοντας βέβαια έκπτωση στην αξία του έργου του Αριστοφάνη που σε πολλά σημεία μετατράπηκε από τον σκηνοθέτη σε φαρσοκωμωδία ώστε να καλυφθούν οι υποκριτικές αδυναμίες του πρωταγωνιστή!
           -            Η χυδαιότητα της κίνησης, επικράτησε της ωραιότητας και της δηκτικότητας του αριστοφανικού λόγου, σχολίασε εύστοχα κάποιος θεατής μετά το πέρας της παράστασης!
           -            Προσβολή για τον ιερό χώρο, συμπλήρωσε κάποιος άλλος, μη αποφεύγοντας τη σύγκριση με τις τεράστιες προσωπικότητες του Αλέξη Μινωτή, της Μαρίας Σκούντζου και του Θύμιου Καρακατσάνη που πέρασαν από αυτόν τον χώρο! Ακόμη και του Κώστα Βουτσά, που στις «Σφήκες» είχε δώσει παλιότερα ρεσιτάλ ερμηνείας!
           -            Καλύτερα να αποφεύγονται οι συγκρίσεις, συμπλήρωσε ένας τρίτος που αποχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι.  
           Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, λίγα μόλις λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, εμφανίστηκε στην είσοδο ο τέως βασιλέας Κωνσταντίνος συνοδευόμενος από άλλους δύο κυρίους. Ήταν η ώρα που το… θεατρόφιλο τηλεκοινό είχε ήδη κατακλύσει τα διαζώματα του υπαιθρίου θεάτρου, είχε στρογγυλοκαθίσει επάνω στις ιερές πέτρες, σχολίαζε μεγαλοφώνως, τσαλάκωνε με θόρυβο τις συσκευασίες από τα φουντούνια, συνέθλιβε μέσα στις παλάμες του τα αλουμίνια από τα αναψυκτικά πριν τα πετάξει… χαμαί και έσβηνε τα αποτσίγαρα πάνω στις πέτρες που καθόταν κάποτε ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής και βέβαια ο ίδιος ο Αριστοφάνης!
           Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο αριστοφανικός (τρομάρα του) πρωταγωνιστής, που προφανώς είχε ενημερωθεί σχετικά, εμφανίστηκε αστραπιαία στο κέντρο της σκηνής και δήλωσε προς τους έκπληκτους αρχικά θεατές, πως ο τέως βασιλεύς ήταν ανεπιθύμητος! Λες και του ανήκε το θέατρο και ο χώρος! Ακολούθησαν, ένα άνευ προηγουμένου υβρεολόγιο εκ μέρους του αστέρα την TV κατά της βασιλείας και του τέως βασιλέως προσωπικώς και βέβαια ο συντονισμένος έξαλλος αλαλαγμός του όχλου των επάνω διαζωμάτων. Της κοινώς λεγόμενης γαλαρίας! Ή αλλιώς κερκίδας… «Άρον άρον σταύρωσον αυτόν».
           Κάποιος παραδίπλα έφτυσε και μετά ρεύτηκε με θόρυβο τον αφρό της μπύρας που κατάπινε. Ίσως εδώ να κάνω λάθος και να αδικώ τον άνθρωπο! Μπορεί πρώτα να ρεύτηκε και μετά να έφτυσε! Να με συγχωρήσετε που δεν θυμάμαι τη σειρά! Απολογούμαι!
           -            Τι συμβαίνει; Με ρώτησε απορημένο ένα ζευγάρι ξένων που κάθονταν ακριβώς πίσω μου.  
           -            Τίποτε το σπουδαίο, τους καθησύχασα,  είναι μέρος της παράστασης!
           Δεν δόθηκε συνέχεια!
           Ο εκλιπών, αγνόησε τις ύβρεις και κάθισε στη θέση του αφού πρώτα χαιρέτησε δια νεύματος της κεφαλής τους ελάχιστους στις θέσεις των επισήμων που τον χειροκρότησαν δειλά. Στο τέλος μάλιστα της παράστασης, παραδίδοντας μαθήματα ήθους και μεγαλοψυχίας, σηκώθηκε και χειροκρότησε θερμά ηθοποιούς και σκηνοθέτη που υποκλίνονταν μπροστά στο κοινό τους. 
            Εάν σε αυτό το σημείο κάποιος έχει απορίες και αναρωτιέται γιατί αυτό το περιστατικό έχει το ενδιαφέρον και τη σημειολογία του, θα πρέπει να ρωτήσει κάποιον «ειδικό», εγώ, αδυνατώ να του απαντήσω! Για την ιστορία μόνο θα αναφέρω πως ο εν λόγω δημοφιλής ηθοποιός (ήθος + ποιός) - που σήμερα σύρεται στα δικαστήρια κατηγορούμενος για κακουργηματικές πράξεις σε βάρος συναδέλφων του - επανήλθε τα τελευταία χρόνια στον ιερό χώρο του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου ως πρωταγωνιστής και ως σκηνοθέτης!

 Γιάννης Β. Δεβελέγκας

   

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Τα πέντε κλειδιά)

 

            Αυτή η ιστορία, δεν είναι αληθινή! Είναι προϊόν μυθοπλασίας, ένα παραμύθι για παιδιά και για μεγάλους, όπως όλα τα άλλα παραμύθια που γράφονται και λέγονται αυτές τις γιορτινές μέρες και που, κατά έναν περίεργο τρόπο, ζωντανεύουν μέσα στις καρδιές μας σαν από θαύμα!

            Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό και φτωχικό χωριουδάκι χτισμένο στις όχθες ενός ποταμού που διέσχιζε με τα ήρεμα νερά του μια πανέμορφη καταπράσινη κοιλάδα, ζούσε ο μικρός Λευτέρης, για τον οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Όπως ακριβώς τα νερά του ποταμού, ήρεμα κυλούσε και η ζωή των ανθρώπων που ήταν όλοι τους χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Ήταν ολιγαρκείς και κυρίως ευσεβείς προς τους προγόνους τους και τον Θεό. Ξεχώριζαν από τους άλλους κατοίκους των γύρω χωριών, καθώς αγαπούσαν με πάθος τη μάθηση, την πατρίδα και τις παραδόσεις τους!

Όμως, ο μεγάλος άρχοντας της περιοχής που ήταν άπληστος και θεωρούσε ότι όλοι και όλα πάνω στη γη του ανήκαν, δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτό το χωριό γιατί ήταν ανεξάρτητο από τη δική του επιρροή. Αποφάσισε λοιπόν να το υποδουλώσει. Κάλεσε αμέσως σε σύσκεψη τους πιο σκοτεινούς και καταχθόνιους συμβούλους του και τους είπε: «Αυτό το χωριό θα πρέπει να το εξαφανίσουμε»! Όλοι συμφώνησαν.!

Τη δύσκολη αυτή αποστολή την ανέλαβε ο κακός μάγος, ο οποίος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή το βδελυρό του σχέδιο, λέγοντας: «Για να τους υποδουλώσουμε, πρέπει να χάσουν οπωσδήποτε την πίστη τους προς τον Θεό. Να χάσουν την αγάπη τους προς την πατρίδα. Να τους διαλύσουμε την παιδεία ώστε να ξεχάσουν την ιστορία, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Να γίνουν άπληστοι και να τους σπείρουμε τη διχόνοια και τον φόβο. Μετά, όλα θα είναι εύκολα».

Την άλλη μέρα κιόλας, μεταμφιεσμένος ο μάγος σε μια όμορφη κοπέλα, έφτασε στο χωριό κρατώντας ένα καλάθι με χρυσά μήλα. Κανείς δεν μπόρεσε από τους κατοίκους να αντισταθεί στον πειρασμό και όλοι σχεδόν έσπευσαν να πάρουν ένα μήλο για το σπιτικό τους. Μόλις όμως το άφησαν πάνω στο τραπέζι, χάθηκε από μέσα τους η πίστη στον Θεό. Την επόμενη μέρα ήρθε πάλι η ίδια κοπέλα με το καλάθι γεμάτο χρυσά μήλα που όσοι πήραν και το έβαλαν στο τραπέζι τους μετατράπηκαν με έναν μαγικό τρόπο σε αλαζόνες και εγωιστές. Το ίδιο συνέβη και τις επόμενες μέρες με αποτέλεσμα να γίνουν οι περισσότεροι κάτοικοι δύσπιστοι, φθονεροί, καχύποπτοι, αγενείς, σκληροί. Σιγά – σιγά, όλους τους κυρίευσε η απληστία, ο φόβος, η απόγνωση και η απελπισία.

Ο μάγος τότε παρουσιάστηκε στον μεγάλο άρχοντα και ανέφερε:  «Άρχοντά μου η επιθυμία σου έγινε πραγματικότητα. Αυτοί οι χωριάτες τώρα είναι έτοιμοι να σε προσκυνήσουν».

Του φθονερού όμως αυτού μάγου, του διέφυγαν δυο σημαντικές λεπτομέρειες! Πρώτον ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και δεύτερον ότι τα μαγικά χρυσά του μήλα δεν είχαν μπει σε όλα τα σπίτια. Κάποιοι είχαν βαθιά πίστη στον Θεό και στις σταθερές αξίες τους, και αντιστάθηκαν στους πειρασμούς. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν και η οικογένεια του Λευτέρη.  

Την παραμονή των Χριστουγέννων, την ώρα που οι χωρικοί είχαν γεμίσει τον κεντρικό δρόμο γύρω από την πλατεία για να μεριμνήσουν για το γιορτινό τραπέζι, συνέβη κάτι το ασυνήθιστο! Ένας παράξενος γεράκος, θεάθηκε να κατηφορίζει προς το χωριό, ακολουθώντας το μονοπάτι που έφτανε από το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας. Τα παιδία, είπαν πως θα ήταν ο Αϊ-Βασίλης, οι μεγάλοι τον πέρασαν για ζητιάνο, ο αστυνόμος του χωριού τον περιεργάστηκε καχύποπτα από την κορυφή ως τα νύχια, ο τσαγκάρης πρόσεξε τις φαγωμένες από την πεζοπορία σόλες του, ο μπαρμπέρης την απεριποίητη γενειάδα του, ο φούρναρης έβαλε μέσα στον φούρνο τα καλάθια με τις φρατζόλες και τις λιχουδιές που είχε για πούλημα και οι νοικοκυρές σχολίασαν απαξιωτικά τα παλιομοδίτικα και φθαρμένα από τον καιρό ρούχα του.

Ο γεράκος, όταν έφτασε στο κέντρο της πλατείας, κοντοστάθηκε κάτω από τον πελώριο πλάτανο, έβγαλε από τον σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη μια μικρή φάτνη με πέντε κλειδαριές στη βάση της, και κάθισε στη ρίζα να ξαποστάσει. Κανείς δεν τον πλησίασε να του μιλήσει, ούτε τον ρώτησαν από πού έρχεται και αν είχε κάποια ανάγκη. Μόνο ο μικρός Λευτέρης πήγε μέσα στο καφενείο, αγόρασε ένα μπουκαλάκι με δροσερό νερό και το προσέφερε στον ηλικιωμένο ταξιδιώτη.

Καθίσανε εκεί οι δυο τους και μιλούσαν μέχρι που σουρούπωσε. Πριν πέσει για τα καλά το σκοτάδι, ο γέρος - που όπως είπε στους γονείς του αργότερα ο Λευτεράκης ήτανε πολύ σοφός - ευχαρίστησε τον μικρό και του έδωσε στο χέρι ένα δερμάτινο σακουλάκι. Του εξήγησε ότι μόνον σε αυτόν θα μπορούσε να το εμπιστευτεί, γιατί είχε αγνή καρδιά. Ύστερα, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και συνέχισε την πορεία του προς άγνωστη κατεύθυνση.

Το σακουλάκι είχε μέσα πέντε κλειδιά, όσες δηλαδή ήταν και οι κλειδαριές στη βάση της μικρής φάτνης. Σύμφωνα με τις οδηγίες, θα έπρεπε ο Λευτέρης να τις ξεκλειδώνει μία-μία πριν να φέξει η άλλη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων.  

Έτσι κι έγινε. Λίγο πριν τα χαράματα, ο Λευτεράκης, γύρισε στην πρώτη κλειδαριά της φάτνης το κλειδί που έγγραφε «Πίστη». Και τότε, ξαφνικά, άρχισαν μόνες τους οι καμπάνες της εκκλησίας να χτυπάνε χαρμόσυνα. Οι χωρικοί, βγήκαν έντρομοι στο δρόμο, απορημένοι και αγριεμένοι που διακόπηκε ο ύπνος τους. Τότε ο Λευτεράκης έβαλε στην επόμενη κλειδαριά το δεύτερο κλειδί που έγραφε «Ταπεινότητα» και ως δια μαγείας, μια γλυκιά αγγελική μελωδία ακούστηκε από τον ουρανό και γιάτρεψε την ψυχή των χωρικών από την έπαρση, τον εγωισμό και την αλαζονεία. Με το τρίτο κλειδί, που έγραφε «Ελπίδα», ένα αστέρι σαν εκείνο της Βηθλεέμ φώτισε τον ουρανό και σκόρπισε τις τελευταίες σκιές της νύχτας. Και μαζί μ’ αυτές, τον φόβο, την απελπισία και την απόγνωση που είχε φωλιάσει στις καρδιές τους. Με το τέταρτο κλειδί που έγραφε «Αλληλεγγύη», ακούστηκε από αγγέλους το «Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» και σκόρπισαν στα πέρατα, η αντιζηλία και η διχόνοια που τους είχε κυριεύσει από την ημέρα που δέχτηκαν τα χρυσά μήλα που τους έδωσε ο κακός μάγος. 

Με το που γύρισε στην κλειδαριά το πέμπτο και τελευταίο κλειδί που έγραφε «Αγάπη», ακούστηκε στην αρχή μέσα από το πλήθος ένας ψίθυρος που στη συνέχεια όλο και δυνάμωνε και στο τέλος έγινε χαρούμενες φωνές: «Ξημέρωσε Χριστούγεννα! Γεννήθηκε για να μας σώσει ο Χριστός»! Ξεχείλισε τότε μέσα στις καρδιές τους η αγάπη και γύρισε πίσω η χαμένη τους ελπίδα που με τους ήχους της καμπάνας εξαπλώθηκε με μιας από το μικρό αυτό χωριό σε ολόκληρη την οικουμένη!

Ο μικρός μας ήρωας, έτρεξε και χώθηκε ευτυχισμένος στην αγκαλιά της υπερήφανης γι αυτόν μανούλας του.

            Αυτή η ιστορία, δεν είναι αληθινή! Είναι προϊόν μυθοπλασίας για παιδιά και για μεγάλους. Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι, που όμως, κρύβει μέσα του την μία και μοναδική μεγάλη Αλήθεια! «Το θαύμα των Χριστουγέννων»…

Καλά Χριστούγεννα

 

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

 

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

«ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ»

 


ΘΕΑΤΡΟ

ΕΜΜΕΤΡΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΕΒΕΛΕΓΚΑ

ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Το έργο αυτό αρχικά γράφηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του covid-19 ως μονόπρακτο, με τίτλο «Μάσκες κι Απολυμαντικά». Το ανέβασμα αυτού του μονόπρακτου στην Αθήνα από τον θίασο «Συντεχνία του Γέλιου» σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι,ανεστάλη λόγω των υγειονομικών μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πανδημίας.
Μετά την λήξη των μέτρων, το «Μάσκες κι Απολυμαντικά» αποτέλεσε την πρώτη πράξη του παρόντος έργου. Ενός έμμετρου δηλαδή θεατρικού έργου σε τρεις πράξεις που ολοκληρώνεται με την Β΄ πράξη: «Η Κρουαζιέρα» και τη Γ΄ πράξη: «Επιπλοκές».
Το «Ερωτικές Επιπλοκές» είναι κωμωδία. Εστιάζει στην κοινωνική και ηθική πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από τις ανησυχίες ενός ζευγαριού, που αιφνιδιασμένο από τις κοσμογονικές αλλαγές που έφερε μαζί της η πανδημία, αναζητά διεξόδους προκειμένου να επιστρέψει στην… κανονικότητα. Και όταν κάποτε λήγει ο «συναγερμός» και επιστέφει η… κανονικότητα, τότε, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, μέσα από τις σχετικές υπερβολές που χαρακτηρίζει αυτού του είδους τη σάτιρα...
Καλή διασκέδαση
 
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
 
ΠΡΑΞΗ Α΄
Στην πρώτη σκηνή που εξελίσσεται στο διαμέρισμα του ζευγαριού, η Πόπη, η σύζυγος, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις «συντηρητικές» παραινέσεις της μητέρας της για να σώσει το γάμο της και την «προοδευτική» προς τα έξω εικόνα της. Έτσι λοιπόν αποφασίζει, πριν περάσουν τα χρόνια και χάσει ένα μέρος από τα …κάλλη της, να δώσει τέλος στη σχέση της με τον Κλέωνα, τον εραστή, με ένα απλό τηλεφώνημα, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανοίξει ο δρόμος για κάτι …καλύτερο. Πριν προλάβει ωστόσο να ανακοινώσει στον Κλέωνα την απόφασή της να χωρίσουν, μπαίνει στη σκηνή ο Μιχάλης, ο σύζυγος. Ο Μιχάλης, της ανακοινώνει πως τον έδιωξαν προσωρινά από τη δουλειά λόγω του κορονοϊού, και πως μέχρι να τελειώσει η καραντίνα θα αναγκαστούν να μείνουν στο σπίτι κλειδαμπαρωμένοι. Το βρίσκει μάλιστα αυτό σαν ευκαιρία, και της προτείνει να σκαρώσουν ένα παιδί. Η Πόπη, αρνείται κατηγορηματικά…
Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται στο διαμέρισμα της Ευδοξίας ή Δόξας, της… επιστήθιας φίλης της Πόπης,. Η Δόξα κάθεται σε μία πολυθρόνα και διαβάζει τον τελεμεντέ για να σκοτώσει την ώρα της, όταν, χτυπάει η πόρτα και εμφανίζεται ο Μιχάλης προβληματισμένος από την άρνηση της Πόπης να κάνουν παιδί και υποψιασμένος, πως η Πόπη έχει εραστή!  Η Δόξα όμως δεν χάνει την ευκαιρία και αντί για πληροφορίες και συμβουλές, προσφέρει στον Μιχάλη τον έρωτά της…
Στην τρίτη σκηνή και ενώ βρισκόμαστε στην έκτη εβδομάδα της καραντίνας, εξελίσσονται κωμικοτραγικά γεγονότα στο σπίτι του ζευγαριού, όταν, εμφανίζονται ο Κλέων και η Ευδοξία ή Δόξα, μόλις αρραβωνιασμένοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα δύο ζευγάρια έρχονται αντιμέτωπα με τις άνομες πράξεις τους και τις επιπόλαιες επιλογές τους, καθότι είναι μεταξύ τους…  ανεπανόρθωτα εκτεθειμένοι. Αναζητείται λοιπόν ο τρόπος που θα τους βγάλει από αυτό το αδιέξοδο! Η λύση θα βρεθεί με τρόπο ευρηματικό. Θα πρέπει όμως να περιμένουν οι πρωταγωνιστές μας ώσπου να περάσει η μπόρα. Γιατί, όσο η πανδημία δεν υποχωρεί, τηρούνται οι… αποστάσεις.
 
ΠΡΑΞΗ Β΄
Στην πρώτη σκηνή που εξελίσσεται στο διαμέρισμα του ζευγαριού, η Πόπη ατημέλητη και αγανακτισμένη από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό λόγω της πανδημίας, περιφέρεται σαν άγριο θηρίο μέσα στο σπίτι της. Αυτή όμως τη φορά επηρεασμένη από τα λόγια της μάνας της, αποφασίζει να κάνει επιτέλους με τον Μιχάλη ένα παιδί, καθώς πλέον των άλλων, βλέπει τον άντρα της να απομακρύνεται και πως ο γάμος της κινδυνεύει να διαλυθεί οριστικά. Όμως σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο κουμπάρος της και παλιός της εραστής, ο Κλέων, και η Πόπη αρχίζει να υποψιάζεται πως ο Μιχάλης δεν ήταν όπως της είπε σε συνέδριο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε ταξιδάκι με την άσπονδη φίλη και κουμπάρα της, τη Δόξα. Πρέπει όμως να βεβαιωθεί…
Στην δεύτερη σκηνή, το ίδιο Σάββατο το βράδυ, η Πόπη έντονα ερωτική και με καινούριο λουκ, περιμένει τον Μιχάλη να γυρίσει από το ταξίδι και να τον παρασύρει σε ένα ερωτικό παιχνίδι, προκειμένου να διαπιστώσει πόσο… κουρασμένος είναι από το υποτιθέμενο συνέδριο! Ο Μιχάλης φυσικά δεν ενδίδει και εκεί αρχίζουν όλα. Η Πόπη, κλαίει απαρηγόρητα όταν...  Όταν χτυπάει η πόρτα και μπαίνουν στο διαμέρισμα ο Κλέων και η Ευδοξία κρατώντας στο χέρι τέσσερα εισιτήρια για κρουαζιέρα με το Πλοίο της Αγάπης. Μπροστά στην ευκαιρία που τους παρουσιάζεται, αφήνουν στην άκρη τις αιτίες που δημιούργησαν την κρίση στη σχέση τους και αποφασίζουν να πάρουν τις τελικές αποφάσεις μετά την κρουαζιέρα. 
Στην τρίτη σκηνή, κάποιους μήνες μετά, ο Μιχάλης και ο Κλέων κάθονται στο σαλόνι και συζητούν, όταν εισέρχονται από την κουζίνα, η Πόπη, η Δόξα, ο δίσκος με τα μεζεδάκια και… μια μεγάλη έκπληξη! Οι μάσκες τα απολυμαντικά και κυρίως τα σατέν στριγκάκια που κάποτε τους ένωσαν, τους είναι πλέον άχρηστα…
 
ΠΡΑΞΗ Γ΄
Στην πρώτη σκηνή, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, γύρω στο 2040, η Πόπη, καλοστεκούμενη πενηντάρα πλέον, κάθεται στην πολυθρόνα της και προσπαθεί να βάλει μια τάξη στη ζωή της, καθώς ο γιός της μεγάλωσε, αρχίζει σιγά σιγά να απογαλακτίζεται και αυτή έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή της για να διαπιστώσει αν ακόμη μετράει ως γυναίκα... Παρουσιάζεται στη σκηνή η κουμπάρα της η Δόξα και αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν τα νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας και της τεχνικής νοημοσύνης, για να μάθουν την… αλήθεια!
Στη δεύτερη σκηνή, Ο Μιχάλης ανακαλύπτει τυχαία την παγίδα που στήνουν μαζί η Πόπη και η Δόξα και ενημερώνει σχετικά τον Κλέωνα. Έχουν τώρα να αντιμετωπίσουν οι δύο άνδρες έναν θανάσιμο κίνδυνο…
Στην τρίτη σκηνή, Η Πόπη και η Δόξα ετοίμασαν μπουφέ με εδέσματα εποχής και περιμένουν τους καλεσμένους τους. Αντί όμως για αυτούς παρουσιάζονται μεταμφιεσμένοι ο Μιχάλης και ο Κλέωνας, σε εφαρμογή ενός σατανικού σχεδίου…
 

ΠΡΑΞΗ Α΄
 
ΜΑΣΚΕΣ ΚΙ ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΙΚΑ … 
 
ΠΡΟΣΩΠΑ
Πόπη: Η σύζυγος
Μιχάλης: Ο σύζυγος
Κλέων: Ο εραστής                                                                          
Ευδοξία (Δόξα): Μια φίλη      
                                          
 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τραγούδι: Μουσική - στίχοι Γιάννης Δεβελέγκας.
 
«Περιμένοντας τον Ιό»
 
Μου είπαν είσαι ευάλωτος μπρός στου ιού το μένος
να μπεις σε απομόνωση μέχρι να ‘ρθει το θέρος
γιατί αλλιώς ανεύθυνε θα σε βρει μαύρο τέλος.
…….
Ώσπου να βγει το φάρμακο και πάθω ανοσία,
όλοι μου διαμήνυσαν πως έχει σημασία
να μείνω στο διαμέρισμα των δύο επί τρία.
…….
Ο υδράργυρος εσκάλωσε στα χαμηλά του μήνα
κι απ’ το μπαούλο, έβγαλα ξανά την καπαρντίνα.
Με βλέπω ως τον Αύγουστο να μένω καραντίνα.
…….
Πότε θα κάνει καύσωνα, βερμούδα ως το γόνα
το ψάθινο καπέλο μου, μεσ’ στην πευκοβελόνα,
να κατεβώ στις θάλασσες χωρίς ιό κορόνα…
  
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (1η βδομάδα καραντίνας) 
Η Πόπη, ανήσυχη τριανταπεντάρα, παντρεμένη με τον Μιχάλη και ερωτευμένη με τον Κλέωνα, είναι κλειδαμπαρωμένη στο σπίτι, λόγω της πανδημίας. Καθώς  περιμένει, ελαφρά ενδεδυμένη με ένα αραχνοΰφαντο μπέιμπι ντολ την κομμώτρια να έρθει να τη χτενίσει, μονολογεί.
 
ΠΟΠΗ: Είμαι ένας κορίτσαρος εξόχως μορφωμένη!
Κοινωνική δικτύωση; Πολύ εξελιγμένη!
Στο φέις και στο ίνσταγκραμ κατέχω τα πρωτεία!
Αυτό το παραδέχτηκε κι εκείνη η …Ευδοξία,
Φίδι, φαρμάκι κολοβό, φίλη εδώ και χρόνια,
μου άρπαξε το γυμναστή μέσ’ από τα σεντόνια.
Αξίζω όμως στον έρωτα το κάτι παραπάνω.
Το Νίκο, το Θεμιστοκλή και ίσως και τον Πάνο
που έχει δύο κότερα και ένα υδροπλάνο.
 
«Πόπη, μου είπε η μάνα μου, είσαι ξεμυαλισμένη!
Σου άξιζε καλύτερος, μα είσαι παντρεμένη.
Δε λέω, είναι ξενέρωτος και λίγος ο Μιχάλης.
Τον πήρες όμως άντρα σου και τσιμουδιά μη βγάλεις.
Πάψε λοιπόν να τριγυρνάς και στα καφέ να τρέχεις
και κοίταξε κορόνα σου τον Μιχαλιό να έχεις.
Να κάνετε κι ένα παιδί πριν τα τριάντα έξι
γιατί αργά ή γρήγορα αυτός θα μπερμπαντέψει!
Δε βλέπεις τον πατέρα σου εγώ πώς κουμαντάρω;
Ποτέ δεν τον απάτησα, ούτε με τον κουμπάρο.
Διώξε κι αυτόν τον εραστή, τον Κλέωνα τον μούργο.
Καλύτερα να έμπλεκες μ΄ έναν κοινό κακούργο!!!
Αυτός δεν έχει τίποτε κανείς να του ζηλέψει
κι ανάθεμα αν δέησε ποτέ του να δουλέψει»…
 
Έτσι κι εγώ αποφάσισα λίγο να κάνω κράτει.
Όχι που τόπε η μάνα μου, αλλά από γινάτι.
Έτσι λοιπόν τον Κλέωνα λέω να παρατήσω
και τον μεγάλο έρωτα αλλού ν’ αναζητήσω.
Είναι ευκαιρία μάλιστα μέσα στην πανδημία,
τέλος να δώσω οριστικό σ’ αυτήν την ιστορία,
με ένα τηλεφώνημα και… λίγη μαεστρία!
 
……. Σηκώνει το iphone από το μπουντουάρ
 
ΠΟΠΗ: Μεγάλη αγάπη ατέλειωτη μοναδική και μία!
Κλέωνα, μας εχώρισε αυτή η πανδημία.
ΚΛΕΩΝ: Τι έπαθες καρδούλα μου;
ΠΟΠΗ:                                             Είμαι απελπισμένη.
ΚΛΕΩΝ: Δεν ήρθε η κομμώτρια και είσαι συγχυσμένη;
ΠΟΠΗ: Τι να σε πω βρε Κλέωνα, τι δεν καταλαβαίνεις.
Δε θα σε δω και σήμερα, να μη με περιμένεις.
ΚΛΕΩΝ: Αγάπη μου ατέλειωτη…
ΠΟΠΗ:                                        Κλέων, μην επιμένεις.
ΚΛΕΩΝ: Θέλω για λίγο να σε δω λίγο να σ’ αντικρίσω.
Δυο μήνες τώρα αποχής κοντεύω να λαλήσω!
ΠΟΠΗ: Ωχ! έρχεται ο άντρας μου καλύτερα να κλείσω!
 
……. Μπαίνει στη σκηνή ο Μιχάλης
 
ΠΟΠΗ: Άντρα μου και καμάρι μου και του σπιτιού κολόνα!
Πώς κι ήρθες τόσο γρήγορα;
ΜΙΧΑΛΗΣ:                            Απ’ τον ιό κορόνα!
Μας έδιωξαν απ΄ τη δουλειά στο σπίτι πια θα μένω.
ΠΟΠΗ: Δεν έπαιρνες τηλέφωνο για να σε περιμένω;
Κάτι θα σου μαγείρευα εδώ και τόση ώρα.
Κινέζικο ή  καγιανά (εσύ μου έλλειπες τώρα).
ΜΙΧΑΛΗΣ: Να, κοίτα που σου έφερα ένα μικρό δωράκι.
Μάσκες, απολυμαντικά κι ένα σατέν στριγκάκι!
Τώρα στην απομόνωση μέσα στην καραντίνα,
έλεγα να σκαρώναμε τον μπέμπη ή την μπεμπίνα!
ΠΟΠΗ: Ετούτο αποκλείεται!
ΜΙΧΑΛΗΣ:                           Μη τύχει και γελάσεις!
ΠΟΠΗ: Κι εγώ σου λέω σοβαρά αυτό να το ξεχάσεις.
Δεν ήρθε ακόμα ο καιρός να σπάσει το κορμί μου,
το στήθος μου το ζουμερό κ’ οι τσουπωτοί γοφοί μου!
Δεν είδες πώς κατάντησε την Ευδοξία η γέννα;
Τρέχει στα γυμναστήρια μάταια (αυτή η σμέρνα).
ΜΙΧΑΛΗΣ: Θα είμαστε όμως μαζί όλο αυτό το μήνα,
γιατί μαζί μ΄εμέ κι εσύ, θα μπεις σε καραντίνα.
Όπως αυτό ορίστηκε σε διαταγές και νόμους,
στους δρόμους γίνετ’ έλεγχος από τους τροχονόμους!
ΠΟΠΗ: Κάνε παιδί με όποια θες, αλλά, όχι μαζί μου!
Τίποτα δεν απόλαυσα ακόμα απ’ τη ζωή μου!
  
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (3η βδομάδα καραντίνας) 
Η Ευδοξία πηγαινοέρχεται ανήσυχα στο διαμέρισμά της.      
Χτυπάει η πόρτα και εμφανίζεται ο Μιχάλης!
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Δόξα, σ΄ ευχαριστώ πολύ για την επιμονή σου,
να έρθω να σ’ επισκεφτώ εδώ στη θαλπωρή σου.
Εσύ την Πόπη ξέρεις την καλύτερ’ από μένα,
σε γυναικεία θέματα που έχετε ειπωμένα.
Γι αυτό τη γνώμη σου ήθελα τη συμβουλή ν’ ακούσω,
πώς τα επιχειρήματα της Πόπης θ’ αντικρούσω.
ΕΥΔΟΞΙΑ: Βασίσου εσύ απάνω μου κι εγώ πάνω σε σένα,
γιατί σε αγαπώ πολύ…
ΜΙΧΑΛΗΣ:              Την Πόπη; ή εμένα;
ΕΥΔΟΞΙΑ: Η Πόπη είναι φίλη μου, μα σ’ αγαπώ λιγάκι!
Πάντα σε ονειρευόμουνα, μικρό μου ζουζουνάκι…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Κι εγώ σε αγαπώ πολύ και έφερα δωράκι,
μάσκες, απολυμαντικά κι ένα σατέν στριγκάκι!
ΕΥΔΟΞΙΑ: Δεν έπρεπε βρε Μιχαλιό, μα όμως δίχως άλλο,
μόλις θα πιούμε το ποτό θα πάω να το βάλω!
Έχασα πλέον τα κιλά που είχα σα λεχώνα.
Κοίτα ομορφιές που έκανα;
ΜΙΧΑΛΗΣ:                         Είσαι σωστή γοργόνα!
Άκουσα πως ο γυμναστής που τα ‘χατε φτιαγμένα,
δεν μένει τώρα πια εδώ έφυγε για τα ξένα.
Και το παιδί το έδωσες σε κοντινή σου θεία
κι έτσι ξανά απόκτησες πλήρη ελευθερία.
ΕΥΔΟΞΙΑ: Ελευθερία λες εσύ τη μοναξιά ετούτη;
Απ’ έξω κορονοιός και μέσα χαζοκούτι;
Είσαι ο πρώτος που έχω δει, εδώ και τρεις βδομάδες
 κι από παλιό τσελεμεντέ διάβασα τρεις αράδες!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Για πες μου σε παρακαλώ και τις κουβέντες μέτρα.
Γνωρίζεις κάποιου Κλέωνα τα σούρτα και τα φέρτα;
ΕΥΔΟΞΙΑ: Μα έλα τώρα Μιχαλιό μη κάνεις σα παιδάκι!
Ας τα αφήσουμε αυτά κι έλα κοντά στο τζάκι,
γιατί δεν ξέρω μόνη μου να βάζω το στριγκάκι…
 
 ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (6η βδομάδα καραντίνας) 
Η Πόπη και ο Μιχάλης κάθονται στο σαλόνι τους σε απόσταση δύο μέτρων ο ένας από τον άλλον, φορώντας μάσκες και γάντια. Ο Μιχάλης διαβάζει εφημερίδα και η Πόπη περιφέρεται στο ίνσταγκραμ, όταν χτυπάει η πόρτα και εμφανίζεται ο Κλέων με την Ευδοξία φορώντας επίσης γάντια, χειρουργικές μάσκες και κουκούλες! Ο Κλέων αφήνει ένα κουτί με χρυσό περιτύλιγμα στο έπιπλο της εισόδου και ανταλλάσουν εξ αποστάσεως φιλιά!
 
ΠΟΠΗ: Τι έκπληξη είναι αυτή φίλη μου αγαπημένη.
Από το φέις και τα τουίτ είσ’ εξαφανισμένη!
Ποιος όμως είν’ ο κύριος έλα να μας συστήσεις!
Σε αγωνία κι αίνιγμα, άλλο μη μας αφήσεις.
ΕΥΔΟΞΙΑ: Αχ! Πώς και το λησμόνησα παράληψη μεγάλη
θα ενημερώσω τώρα ευθύς εσέ και τον Μιχάλη!
Από εδώ ο Κλέωνας,
ΠΟΠΗ:                      (Ο Κλέων ο δικός μου)!
ΜΙΧΑΛΗΣ: (Της Πόπης θα ‘ναι ο γκόμενος)
ΕΥΔΟΞΙΑ:                                              αρραβωνιαστικός μου!
Μάλιστα αποφασίσαμε να μην χρονοτριβούμε,
μετά τον κορονοϊό ευθύς να παντρευτούμε.
ΠΟΠΗ: (Για κοίτα την ξετσίπωτη) Παρακαλώ καθίστε,
πάω να φέρω τα ποτά μέχρι να γνωριστείτε.
ΕΥΔΟΞΙΑ: Θα έρθω Πόπη μου κι εγώ μαζί σου στην κουζίνα
κι άσε τους άνδρες να μιλούν για ιούς και καραντίνα.
 
Πόπη και Ευδοξία, αποχωρούν.
Ο Μιχάλης και ο Κλέων, κάθονται αντικριστά.
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Λοιπόν, για πες μου Κλέωνα, ποια είναι η δουλειά σου;
Πούθε κρατά η σκούφια σου; Τα ενδιαφέροντά σου;
ΚΛΕΩΝ: Το να δουλεύεις φίλε μου τη σήμερον ημέρα,
με τους ιούς να περπατούν και δώθε μα και πέρα,
είναι επικίνδυνο πολύ ρίσκο πολύ μεγάλο
και οι μισθοί ‘ναι κολοβοί, ίσα μ’ ένα ρεγάλο.
Κάνω λοιπόν ενέργειες και πίσω μα και πρόσω
μια θέση στο δημόσιο καλή να κουτουπώσω.
Όσο για ενδιαφέροντα, και να το πω οφείλω,
έχω μεγάλη πέραση στο ασθενές το φύλο.
Μα τώρα αποφάσισα,
ΜΙΧΑΛΗΣ:                (Θα τον εκαρυδώσω)
ΚΛΕΩΝ: να γίνω φρόνιμο παιδί μιας και θα στεφανώσω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τη Δόξα πως τη γνώρισες; Την ξέρεις πολύ χρόνο;
ΚΛΕΩΝ: Α! είναι πολύ πρόσφατο, τρεις εβδομάδες μόνο!
Μας σύστησε μια φίλη της που υποψιαζόταν
πως με τη Δόξα ο άντρας της ενταλαβεριζόταν!
 Έτσι λοιπόν μιας κι ήθελε τον γάμο της να σώσει
και πίσω τον αντρούλη της στο σπίτι να μαντρώσει
έκανα μια επίσκεψη στης Δόξας το τσαρδάκι
και ‘κει ερωτευτήκαμε στο αναμμένο τζάκι
όταν την εβοήθησα να βάλει ένα στριγκάκι.
ΜΙΧΑΛΗΣ: (Λες να μην είχε τίποτα, ο Κλέων με την Πόπη);
ΚΛΕΩΝ: (Πολύ φοβάμαι πως αυτός, θε να με κάνει τόπι).
 
Μπαίνουν στη σκηνή οι γυναίκες με τα ποτά και ένα δίσκο με μεζεδάκια.
 
ΠΟΠΗ: Παιδιά αποφασίστηκε θα είμ’ εγώ κουμπάρα.
ΕΥΔΟΞΙΑ: (¨Έτσι),
ΠΟΠΗ:                    (θα)
ΚΛΕΩΝ:                        (βλέπω)                                                
ΜΙΧΑΛΗΣ:                              (τακτικά)
ΕΥΔΟΞΙΑ, ΠΟΠΗ:                                (κουμπάρο)
 ΚΛΕΩΝ, ΜΙΧΑΛΗΣ:                                        (και κουμπάρα)!
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Αλήθεια τι μας φέρατε σ’ εκείνο το κουτάκι!
ΕΥΔΟΞΙΑ: Δεν είναι κάτι ακριβό, ένα απλό δωράκι!
ΚΛΕΩΝ: Μάσκες απολυμαντικά χρήσιμα για την ώρα
ΠΟΠΗ: Και δυο στριγκάκια από σατέν,
ΕΥΔΟΞΙΑ, ΠΟΠΗ, ΚΛΕΩΝ, ΜΙΧΑΛΗΣ: για όταν περάσει η μπόρα!
 

ΠΡΑΞΗ Β΄ 

Η ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ …
 
ΠΡΟΣΩΠΑ
 
Πόπη: Η σύζυγος
Μιχάλης: Ο σύζυγος της Πόπης
Κλέων: Ο πρώην εραστής της Πόπης                                                                          
Ευδοξία (Δόξα): Η… επιστήθια φίλη και σύζυγος πλέον του Κλέωνα                                                       
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τραγούδι: Μουσική Γιάννης Δεβελέγκας, στίχοι Κώστας Τζίμας.
 
«Στου Έρωτα τη Δίνη»
 
Φέτος από μήνα Μάρτη, βαλ’ το δάχτυλο στο χάρτη
βρες μας ένα ξερονήσι, πριν ο έρωτάς μας σβήσει.
…….
Αλμυροί και ιδρωμένοι, με την άμμο φορεμένοι,
ο μαΐστρος θα μας γδύνει, μες στου έρωτα τη δίνη.
…….
Τις νύχτες θα ψαρεύουμε κι αντί γι’ ασετιλίνη
τα μάτια σου θα κλέβουνε το φως απ΄ τη σελήνη.
 
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (Δύο χρόνια μετά) 
Η Πόπη, με τις φόρμες γυμναστικής και απεριποίητη, περιφέρεται μέσα στο σπίτι της αγανακτισμένη από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό λόγω της πανδημίας και μονολογεί. 
 
ΠΟΠΗ: Η καραντίνα έληξε… ή μήπως κάνω λάθος;
Όλα τα μέτρα εφάρμοσα, σχολαστικά, με πάθος.
Κανένας τώρα δεν μπορεί να με κατηγορήσει
πως είμαι μια ανεύθυνη με μειωμένη κρίση.
Τα χέρια πως δεν έπλενα, και απολυμασμένα
είχα μοκέτες και χαλιά, κι εκείνα τα σκασμένα
σεμέν - τραπεζομάντηλα, αν είχα ψεκασμένα. 
Με σύνεση υπάκουσα στους λοιμωξιολόγους
κι ο Μιχαλιός να μ’ αγαπά έχει πολλούς τους λόγους.
Ήμουν πιστή ως σύζυγος όλη τη διετία
και να εξομολογηθώ, δεν έχω αμαρτία…
Τον Κλέωνα μια δυο φορές μονάχο σαν τον είδα
ούτε που τον αγκάλιασα ούτε… φιλί του πήρα.
Μόνο απ’ το τηλέφωνο αλλάζαμε φιλάκια
που είναι υποχρέωση σε δύο κουμπαράκια!
Κανείς δεν αναγνώρισε αυτή μου τη θυσία
ακόμα και η μάνα μου με άφησε στα κρύα.
 
«Πόπη, μου είπε, βάλε μπρος, πρέπει παιδί να κάνεις
η καραντίνα έληξε, τον Μιχαλιό τον χάνεις!
Τώρα που του τελείωσε η τηλεεργασία
θα κυνηγά συνέδρια και κάθε συνεδρία.
Με τόσους γύρω πειρασμούς πολύ δεν θα αντέξει
κι έτσι αργά ή γρήγορα κάποια θα σου τον κλέψει.
Ένα παιδί, θα τον κρατά δεμένο με το σπίτι.
Κι εσύ, το τσιλημπούρδισμα μ΄ εκείνον τον αγύρτη
τον Κλέωνα, τον εραστή, τρομάρα του μεγάλη
π’ ούτε μυαλό από κόκορα δεν έχει στο κεφάλι
κοίτα να μην τον ξαναδείς στα μέσα και στα έξω
γιατί άλλον έναν χωρισμό να ξέρεις δεν θ’ αντέξω».
 
Έτσι κι εγώ αποφάσισα, με δισταγμούς μεγάλους
να κόψω την προσποίηση, συχνούς πονοκεφάλους.
Θα πάω στην κομμώτρια, τα νύχια μου θα φτιάξω
θα κάνω μιαν ανόρθωση, τα χείλια μου θα βάψω
κι όταν αργά το Σάββατο ο Μιχαλιός γυρίσει
θα είμαι πλέον έτοιμη, πολύ να με… ποθήσει.
 
 Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό της
 
ΠΟΠΗ: Παρακαλώ ποιον θέλετε;
ΚΛΕΩΝ:                                        Είμαι ο Κλέωνάς σου
σε παίρνω από τη δουλειά ν’ ακούσω τη λαλιά σου.
Ξέρεις πολύ μου έλειψες και είμαι απελπισμένος…
ΠΟΠΗ: Άσε τα σάπια Κλέωνα εσύ ‘σαι…  παντρεμένος.
Κι Δόξα, είναι φίλη μου και είναι και κουμπάρα
γι αυτό φρόνημα κάθισε, και κάτω από τη μπάρα.
ΚΛΕΩΝ: Τα πράγματα δεν παν καλά μόνος θα καταντήσω
σε λίγους μήνες το πολύ να ξέρεις θα χωρίσω.
 Η Δόξα πια δεν μ’ αγαπά το έχω σιγουρέψει.
ΠΟΠΗ: Με κάποιον λες να τα ‘μπλεξε;
ΚΛΕΩΝ:                                                 Με… τριγυρνά μια σκέψη.
Τώρα που μας λευτέρωσαν κάνει πολλά ταξίδια
κι όπως αντιλαμβάνεσαι με ζώσανε τα φίδια.
ΠΟΠΗ: Και ο δικός μου ο Μιχαλιός πάλι απουσιάζει
είν’ όλο σε συνέδρια για μένα δεν τον νοιάζει.
Μου είπε πως μες στης δουλειάς είναι αυτό τη φύση
και πως το Σάββατο αργά το βράδυ θα γυρίσει.
ΚΛΕΩΝ: Κι εμένα η Δόξα Σάββατο θα ‘ρθει από την Κρήτη.
Πήγε με το μεσιτικό για ένα μεγάλο σπίτι.
ΠΟΠΗ: Μια κρουαζιέρα στα νησιά Κλέων έχω καημό,
μ’ έφαγε η τηλεόραση…  
ΚΛΕΩΝ:                          Πάμε για ένα ποτό;
Μια ευκαιρία έχουμε μεγάλη να βρεθούμε.
ΠΟΠΗ: Μη συζητάς, αδύνατον είναι ν΄ ανταμωθούμε.
Θα πρέπει να καλλωπιστώ να γίνω πάλι ωραία
όπως με γνώρισες παλιά, πριν του ιού τα νέα.
ΚΛΕΩΝ: Θέλω για λίγο να σε δω μικρό μου πιτσουνάκι.
ΠΟΠΗ: Κλέωνα, αποφάσισα να κάνω ένα παιδάκι!
 
……. Η Πόπη δέχεται κλήση στο κινητό από τον Μιχάλη και βάζει τον Κλέωνα σε αναμονή.
 
ΠΟΠΗ: Άντρα μου παλικάρι μου και του σπιτιού καμάρι!
Τι λέει η συμπρωτεύουσα; Έχει πολύ Βαρδάρη;
Περίμενέ με μία στιγμή θα κάψω το φαΐ μου…
 
……. Η Πόπη γυρίζει τη γραμμή στον Κλέωνα.
 
ΠΟΠΗ: Κλέωνα είν’ ο Μιχαλιός και κλείνω τη γραμμή μου.
 
Κλείνει τον Κλέωνα. Γυρίζει τη γραμμή στον Μιχάλη.
 
ΠΟΠΗ: Έλα, στο τσαφ το πρόλαβα, θα άρπαζε από κάτω
κι είναι τ’ αγαπημένο σου… μοσχάρι ριγανάτο
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πόπη, αγάπη μου καλή, πώς πάει η Αθήνα;
 
Η Πόπη χτυπάει στο πάτωμα νευρικά και ρυθμικά το πόδι της.
 
ΠΟΠΗ: Πώς πάει το συνέδριο;
ΜΙΧΑΛΗΣ:                               Αυτό τα πάει… φίνα.
Εγώ όμως σκοτώνομαι, δεν παίρνω μιαν ανάσα
τα δύσκολα τα θέματα μου τα ‘χουν κάνει πάσα.
Αυτά όμως τα ξεπερνώ στη σκέψη τη δικιά σου
και περιμένω πως και πως να μπω στην αγκαλιά σου.
ΠΟΠΗ: Μου λείπεις Μιχαλάκη μου…
ΜΙΧΑΛΗΣ:                                      Θέλω να σε… φιλήσω.
ΠΟΠΗ: Δεν έχω έναν άνθρωπο λίγο να του μιλήσω
κι εκείνη η κουμπάρα μου είν’ εξαφανισμένη
δεν απαντά στις κλήσεις μου «Ειν’ απασχολημένη»!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Λυπάμαι πριγκηπέσα μου μα πρέπει να σε κλείσω
μέσα, απ’ το… συνέδριο, μου λένε να γυρίσω!
 
Η Πόπη κλείνει το τηλέφωνο και μονολογεί.
 
ΠΟΠΗ: Αρχίζω να ανησυχώ. Εδώ κάτι συμβαίνει…
Με ποια τάχα γυρνοβολά; Ποια να τον γυροφέρνει;
Δε γίνεται να μου κρυφτεί, αυτά τα ‘χω σπουδάσει
θα λύσω το μυστήριο ο κόσμος να χαλάσει…
  
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (Το ίδιο Σάββατο το βράδυ) 
Η Πόπη καθρεφτίζεται και φορμάρει τα μαλλιά της, περιμένοντας τον Μιχάλη!
 
ΠΟΠΗ: Ωραία μου τα χτένισε έχω μεγάλη τύχη
τέτοιο μαλλί έχω να δω απ΄ όταν ήμουν νύφη.
Και η νυχού το νύχι μου το άφησε μεγάλο
αν όλα τα παραδεχθεί… τα μάτια θα του βγάλω.
Γιατί υποψιάζομαι, η Δόξα, αντί για Κρήτη
να παίρνει τον… αέρα της από τον… Ψηλορείτη,
στη Σαλονίκη πέρασε όλες αυτές τις μέρες
να τρώει με τον Μιχαλιό… πίτσες και… παπαρδέλες.
Γι αυτό κι εγώ στολίστηκα έγινα φιγουρίνι
με τις δαντέλες τα σατέν της Μάρας της Μαρτίνι
να τον τεστάρω για να δω αν είναι… πεινασμένος 
 ή μήπως ο αντρούλης μου ήρθε ξεζουμισμένος.
 
Ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται στη σκηνή ο Μιχάλης φουριόζος.
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Αγάπη μου, λατρεία μου, γλυκούλικο Ποπάκι
σου λέω, την προαγωγή την έχω στο τσεπάκι.
Με τούτο το συνέδριο που είχε επιτυχία
μου τάξανε πως θ’ ανέβω και στην ιεραρχία!
… Μα τι σου λέω ο τρελός,  έλα να σε φιλήσω
για της δουλειάς τα πράματα άλλο δεν θα μιλήσω.
ΠΟΠΗ: Μιχάλη μου, ερωτική διάθεση μεγάλη
έχω γιατί μου έλειψε του άντρα μου η αγκάλη.
Σου έχω και ζεστό νερό να κάνεις ένα μπάνιο
και έλα στο κρεβάτι μας για ένα φιλί ουράνιο.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Το βλέπω πόσο όμορφα στολίστηκες για μένα
μα έχω πονοκέφαλο, τα πόδια μου κομμένα.
Υπερωρίες έκανα για ν’ ανταποκριθώ
στις απαιτήσεις της δουλειάς και στο… αφεντικό
ΠΟΠΗ: Το αφεντικό σου άντρα μου έχει μεγάλη λόξα
μα και εσύ επιρρεπής είσαι για λίγη … Δόξα
 
Ο Μιχάλης εκείνη την ώρα έπινε νερό και πνίγηκε…
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Μ’ έπνιξες βρε Ποπάκι μου μ’ αυτές σου τις απόψεις…
(Τα ήπατα παιδάκι μου κόντεψες να μου κόψεις).
Αν πάρω την προαγωγή και αυξηθεί ο μισθός μου
θ΄ αλλάξουμε τη μηχανή στο αυτοκίνητό μου.
Κι όταν λίγο αργότερα κάνω καλή καριέρα
όπως σου υποσχέθηκα θα πάμε κρουαζιέρα
μια κι είναι επιθυμία σου το Αιγαίο να γυρίσεις
μ’ ένα κρουαζιερόπλοιο νησί να μην αφήσεις.
ΠΟΠΗ, κλαψουρίζοντας: Άντε, τώρα κατάλαβα πως πας να τα μπαλώσεις.
Βάλε τις πιτζαμούλες σου και τράβα να ξαπλώσεις.
Κι εγώ θα ξαναθυμηθώ σ’ αυτήν την πολυθρόνα
πόσο καλά περνάγαμε με τον ιό κορόνα…
Κράταγε το σπιτάκι μας ζεστό η αγκαλιά σου
κάθε πρωί με ξύπναγαν τα χάδια τα φιλιά σου
και κάναμε ένα διάλειμμα δέκα λεπτάκια μόνο
για την τηλεργασία σου, σύμφωνα με το νόμο.
 
Ο Μιχάλης την πλησιάζει για να την παρηγορήσει. Είναι έτοιμος να δικαιολογηθεί, όταν χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει ο Μιχάλης και εμφανίζονται ο Κλέων με την Ευδοξία. Ο Κλέων αφήνει ένα κουτί με χρυσό περιτύλιγμα στο έπιπλο της εισόδου! Η Πόπη σκουπίζει τα δάκρυα.
 
ΠΟΠΗ: Τι έκπληξη είναι αυτή, κουμπάρε… κουμπαρούλα.
Πριν πείτε οτιδήποτε…
ΚΛΕΩΝ:                       Κι εγώ τα ξέρω ούλα!  
Η Δόξα τα ξεφούρνισε, μου είπε την αλήθεια,
στην Κρήτη πως θα πήγαινε, ήτανε παραμύθια.
Τον Μιχαλιό συνάντησε μονάχη η καημένη
γιατί με μένα ήτανε πολύ απελπισμένη.
Λέει πως θα τη χώριζα, είχε μια υποψία,
κι ο Μιχαλιός επάνω της ασκούσε γοητεία!
ΔΟΞΑ: Αλήθεια είναι, νόμιζα πως είμ΄ ερωτευμένη.
πως ήθελα του Μιχαλιού να είμαι ερωμένη.
Στη σκέψη μου τον Μιχαλιό έφερνα κάθε τόσο
και ήθελα από κοντά …
ΠΟΠΗ:                           (Θεέ μου θα τη σκοτώσω)!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Να διαπιστώσει ήθελε αν όντως μ’ αγαπούσε
ΚΛΕΩΝ: ή ήταν απ’ αντίδραση…
ΜΙΧΑΛΗΣ προς τον Κλέωνα:      γιατί την απατούσες!
ΔΟΞΑ: Πόπη, για μένα ήτανε μία δοκιμασία
το να φερθώ στη φίλη μου με τόση υποκρισία!
ΚΛΕΩΝ: Μα έπρεπε η άμοιρη να το εξακριβώσει
και ο μόνος απ’ το δίλλημα αυτό να τη γλυτώσει…
ΔΟΞΑ: ήταν ο κουμπαρούλης μου που έχει τόση… γνώση.
ΠΟΠΗ: Κι από την… εξακρίβωση τι πόρισμα ελήφθη;
Η… γνώση του κουμπάρου σου…
ΔΟΞΑ:                                         μπόρεσε να με πείσει!
Από καπρίτσιο έστησα αυτή η ιστορία…
ΚΛΕΩΝ: Μόνο εμένα αγαπά στ’ αήθεια, η Ευδοξία!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πόπη μου έτσι γίνανε τα πράγματα εκεί πάνω
αυτό είναι το σενάριο τίποτε παραπάνω.
Πράξεις ποτέ δεν έγιναν, μείνανε θεωρίες…
ΠΟΠΗ: Και θέλεις και προαγωγή για τις… υπερωρίες;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Έλα βρε Πόπη σύνελθε.
ΚΛΕΩΝ:                                          Άκουσε τον Μιχάλη
κι η Δόξα, όταν γύρισε, ήμουν σε μαύρο χάλι.
Όμως αμέσως πείστηκα, έφυγε ο θυμός μου
η Δόξα είν’ ο ήλιος μου, έρωτας, σύντροφός μου!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Η Δόξα είναι ένοχη, κι εγώ είμαι επίσης…
ΔΟΞΑ: μα, για να βρω ποιον αγαπώ έκανα τις συγκρίσεις.
Και όταν ένοιωσα βαθιά… τον Μιχαλιό, στα μάτια
κατάλαβα πως τον Κλεώ - κι ας μ΄ έκανε κομμάτια -
αυτόν και μόνο αγαπώ και πως αν τον χωρίσω
καλύτερα τον κόσμο αυτόν να μην ξαναντικρίσω.
ΚΛΕΩΝ: Εμείς τώρα θα φύγουμε κι εσείς ας τσακωθείτε
ίσως απ’ τις πολλές φωνές λίγο να εκτονωθείτε.
Μα θα γυρίσει ο τέντζερης και θα ‘βρει το καπάκι
μόνο αν θα ανοίξετε εκείνο το κουτάκι!
 
Ο Κλέων και η Ευδοξία αποχωρούν και μένουν μόνοι, ο Μιχάλης, η Πόπη και η γυναικεία περιέργεια.
 
ΠΟΠΗ: Αλήθεια τι μας φέρανε σ’ εκείνο το κουτάκι;
Για να με καλοπιάσουνε θα ‘ναι κάνα δωράκι.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Μάσκες κι απολυμαντικά κι ένα σατέν στριγκάκι;
 
Ο Μιχάλης παίρνει στα χέρια του το κουτί που έφερε ο Κλέωνας.
 
ΠΟΠΗ: Ότι και να μας φέρανε σου λέω εκ των προτέρων
πρέπει, «Φοβού τον Κλέωνα και όταν δώρο φέρνων»
πως δεν εξαγοράζομαι και πίσω πια δεν κάνω
και το κουτί στα χέρια μου στο λέω δεν το πιάνω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Καλά, θα το ανοίξω εγώ να δω τι περιέχει.
 
Ανοίγει με αγωνία το κουτί
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Μέσα έχει μια επιστολή και ένα φακελάκι
ΠΟΠΗ:  Το γράμμα πρώτα διάβασε, να πιάσουμε λαυράκι.                                
ΜΙΧΑΛΗΣ Κουμπάροι, λέει η γραφή, η τύχη έχει γυρίσει
πριν ένα μήνα άφησα τη Δόξα να τσιμπήσει
σε λοταρία δύο λαχνούς που κλήρωναν ταξίδι
απ’ του Αιγαίου τα νησιά έως το Γαλαξίδι.
Και σήμερα πρωί πρωί με πήραν στο γραφείο
και με πληροφορήσανε πως οι λαχνοί οι δύο
κερδίζουν δεκαήμερο, το πρώτο το βραβείο,
μια κρουαζιέρα στα νησιά, στη Νάξο και στη Χίο.
 
Η Πόπη αρπάζει το γράμμα από τα χέρια του Μιχάλη και διαβάζει.
 
ΠΟΠΗ: Σε Ρόδο, Σάμο, Κάρπαθο, Λέσβο και Σαντορίνη
τσάμπα εμείς οι τέσσερις και ότι θέλει ας γίνει…
Αντί να τσακωνόμαστε και να λογοδοτούμε
τις σχέσεις μας να φθείρουμε και να κακολογούμε
μέσ’ από το ταξίδι αυτό… ίσως τα ξαναβρούμε.
 
Η Πόπη πετάει ψηλά το γράμμα από τη χαρά της, αγκαλιάζονται με τον Μιχάλη και φιλιούνται…
 
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (Κάποιους μήνες μετά, στο σπίτι της Πόπης και του Μιχάλη) 
Ο Μιχάλης και ο Κλέωνας, κάθονται στο σαλόνι και συζητούν. Μέσα από την κουζίνα ακούγονται θόρυβοι και οι φωνές της Πόπης και της Ευδοξίας.
                                              
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι όμορφά περάσαμε σ’ αυτή την κρουαζιέρα
τη βρήκα απολαυστική τη νύχτα και τη μέρα…
ΚΛΕΩΝ: Μιχάλη πρέπει να σου πω, πριν από κάτι άλλο
εγώ κακία δεν κρατώ, ξεπέρασα και… τ’ άλλο.
Μα, πρέπει όλα να στα πω λίγο να ξαλαφρώσω
γιατί πολύ αμάρτησα και πρέπει να γλυτώσω. 
Από τις τύψεις τις πολλές κι από την αμαρτία
κατάντησαν οι νύχτες μου μια σκέτη τυραννία.
Εκείνο το απόγεμα, Σαββάτο ήταν νομίζω,
τα πάντα ήταν γύρω μου στο μαύρο και στο γκρίζο.
Ήτανε σαν να κέρδισα το πρώτο το λαχείο
όταν πληροφορήθηκα απ’ το ξενοδοχείο
η Δόξα πως δεν πάτησε το πόδι της στην Κρήτη
ούτε αητούς αντάμωσε ψηλά στον Ψηλορείτη.
Έτσι λοιπόν την Πόπη μας έσπευσα να ρωτήσω,
την πιο στενή τη φίλη της πού να αναζητήσω.
Η Πόπη όμως ψυλλιάστηκε, ύποπτο πως συμβαίνει
και πως αυτή και μένανε μπόρα μας περιμένει
αφού είναι ανεξήγητες τόσες πολλές συμπτώσεις
και πως εσύ, το μάρμαρο θα πρέπει να πληρώσεις
γιατί κάτι σκαρώνατε η Δόξα μου κι εσύ
στης Σαλονίκης τα στενά και στη Χαλκιδική…
Έτσι κι εγώ της πρότεινα να πάμε να τα πιούμε
σ’ ένα μπαράκι εδώ κοντά να παρηγορηθούμε
για να περάσει ο πόνος της κι εμένα η συμφορά μου,
μα, το πρωί που ξύπνησα ήταν στην αγκαλιά μου…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Κλέων, αλλάξαν οι καιροί και είμαστε μοντέρνοι
κανένας απ’ την μύτη του τον άλλον δεν τον σέρνει.
Όλα αυτά βρε Κλέωνα είναι ξεπερασμένα.
ούτε κι εγώ σ’ εσένανε τα έχω ειπωμένα.
Το βράδυ που είχε ρεβεγιόν στο Πλοίο της Αγάπης
στην πλάτη σε κουβάλησε του πλοίου ένας ναύτης
για να σε περιθάλψουνε κάτω στα ιατρεία.
όταν σ’ έπιασε η θάλασσα και έπαθες ναυτία…
Έτσι εγώ φορτώθηκα τα δύο τα κορίτσια
που θέλαν διασκέδαση, χορό, ποτό… μεθύσια.
Και το πρωί ξυπνήσαμε στην ίδια την κουκέτα
εγώ κι Δόξα τσίτσιδοι κάτω από μια κουβέρτα.
ΚΛΕΩΝ: Η Πόπη δεν κατάλαβε;
ΜΙΧΑΛΗΣ:                                  Ήταν σε αφασία
στο δεύτερο κατάστρωμα, με άλλη μια κυρία.
ΚΛΕΩΝ: Αχ! Χίλια κουσούρια άφησε η κρουαζιέρα ετούτη.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Άλλους κουνούσε η θάλασσα
ΚΛΕΩΝ:                                             κι άλλους το μπαλαμούτι…
 
Μπαίνουν στη σκηνή οι γυναίκες με τα ποτά, ένα δίσκο με μεζεδάκια και τις κοιλιές φουσκωμένες. Ακουμπούν τους δίσκους στο τραπέζι.
 
ΠΟΠΗ: Τι μούτρα είναι αυτά καλέ; Τι τάχα σας συμβαίνει;
Σκέφτεστε τις ευθύνες σας, το τι σας περιμένει;
ΔΟΞΑ: Έρωτες όμως θέλατε με δίχως προφυλάξεις
κι αφήστε το κατσούφιασμα για τις παλιές τις πράξεις!
Πρέπει να ωριμάσετε, μπαμπάδες επιτέλους…
 
Πόπη και Δόξα τρίβουν τις φουσκωμένες τους κοιλιές
 
ΠΟΠΗ, ΔΟΞΑ: Το μέλλον σας είναι εδώ και η αρχή του τέλους.
ΠΟΠΗ: Αγόρια είπε ο γιατρός θα είναι και τα δύο
κοντά κοντά θα γεννηθούν… 
ΚΛΕΩΝ:                              (Το ανέκδοτο είναι κρύο)…
ΔΟΞΑ: Το Πάσχα θα λευτερωθώ και στις γιορτές επάνω.
Τον γιο μου, ποδοσφαιριστή θα ‘θελα να τον κάνω.                                              
ΠΟΠΗ: Εμένανε ο γιόκας μου όταν θα γίνει ράπερ
θα τρώει το φαγάκι του απ’ το δικό μου τάπερ!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Όνειρα θερινής νυκτός γιατί οι καιροί αλλάζουν
όταν θα μεγαλώσουνε αλλιώς θα λογαριάζουν.
Του κεφαλιού τους πάντοτε θα κάνουν, θα το δείτε
όσα όνειρα κι αν κάνετε, θ’ απογοητευτείτε.
ΠΟΠΗ: Εγώ που τη μανούλα μου πάντοτε την ακούω
τις συμβουλές ευλαβικά όλες τις υπακούω
ποτέ δεν ζημιώθηκα από αυτά που λέει:
Δεν πρέπει να απελπίζομαι, οι ωραίοι έχουν χρέη…
 
«Πόπη, μου έλεγε προχθές κοίτα τον εαυτό σου
τον Μιχαλιό και το μωρό να έχεις σαν Θεό σου
καιροί δύσκολοι έρχονται, πρέπει να τους φροντίσεις
και στην παλιά σου τη ζωή δεν πρέπει να γυρίσεις
κι αν θέλετε καμιά φορά στο θέατρο να πάτε
θα σας κρατάω το μωρό να βγείτε, να ξεσκάτε».
 
Μιχάλης και Κλέων, ταυτόχρονα.
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Η πεθερά μου πάντοτε λέει ανοησίες,
ΚΛΕΩΝ: Εγώ έχω κάνει ως εδώ πάρα πολλές θυσίες.
ΜΙΧΑΛΗΣ: από τις υποσχέσεις της δεν κράτησε καμία
ΚΛΕΩΝ: Ροπή δεν είχα στη δουλειά ούτε στην εργασία
ΜΙΧΑΛΗΣ: κι ανάθεμά με αν ποτέ κρατήσει το παιδί μας.
ΚΛΕΩΝ: και  κοίτα πως κατάντησα… θύμα εργοδοσίας
 
ΠΟΠΗ: Ωωωχ! Τέλος πάντων, ως εδώ, αυτό άλλο δεν πάει!
ΔΟΞΑ: Κλέων, ακούω το μωρό έντονα να κλωτσάει!
ΚΛΕΩΝ: Για ν’ ακουμπήσω Δόξα μου θέλω να το ακούσω.
ΔΟΞΑ: Αυτά όμως που έλεγες να μην τα ξανακούσω.
ΠΟΠΗ: Αχ! Να το, τ’ άκουσα κι εγώ συνέχεια κλωτσάει…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πόπη μου άσε με κι εμέ, να δω αν μ’ αγαπάει.
ΠΟΠΗ: Όσα έλεγες για τη μαμά  πρέπει να πάρεις πίσω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πόπη μου σου ορκίζομαι πάλι δεν θα μιλήσω...
 
Μιχάλης και Κλέων χαϊδεύουν τις κοιλίτσες  και προσπαθούν να αισθανθούν τις κλωτσιές των μωρών. 
 
ΜΙΧΑΛΗΣ, ΚΛΕΩΝ: Αγάπη μου λατρεία μου πώς θα ‘ναι η θωριά του…
ΠΟΠΗ, ΔΟΞΑ: Μα πώς αλλιώς θα ήθελες; Θα μοιάζει του… μπαμπά του!!!

 

ΠΡΑΞΗ Γ΄
 
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ… 
 
ΠΡΟΣΩΠΑ
Πόπη: Η σύζυγος
Μιχάλης: Ο σύζυγος
Κλέων: Ο κουμπάρος                                                                          
Ευδοξία (Δόξα): Η κουμπάρα                                                  
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Τραγούδι: Μουσική Γιάννης Δεβελέγκας, στίχοι Κώστας Τζίμας.
 
 «Κωδικός Πρόσβασης»
 
Σαν περπατάς συγκρούονται, γύρω σου οι διαβάτες
χορεύεις  και ξεσφίγγουνε παπιόνια και γραβάτες,
χαμογελάς κι’ ανοίγουνε, του ουρανού οι θόλοι,
δακρύζεις και θερμαίνονται, οι παγωμένοι πόλοι.
…….
Εκεί που λέω πως σε κρατώ, μου ξεγλιστράς σα χέλι
και ξεπερνάς το άγχος σου, χορεύοντας καγκέλι,
είσαι το πρώτο όνομα, σ’ όλες τις συναθροίσεις
στο πέρασμά σου κατακτάς, όλες τις διακρίσεις!
…….
Θέλω να βρω τον κωδικό, πρόσβασης της καρδιάς σου,
να κάνω κλικ στον παιδικό τον πρώτο έρωτά σου.
Ν’ ανοίξω τους φακέλους σου να δω στ’ «αγαπημένα»,
από τους καβαλιέρους σου, αν «έσωσες» και μένα.
 
 
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (Δεκαπέντε χρόνια μετά. Γύρω στο 2040) 
Η Πόπη, καλοστεκούμενη, πενηντάρα πλέον, κάθεται στην πολυθρόνα της και μετράει σε ένα καθρεφτάκι τις ρυτίδες της. Μονολογεί.
 
ΠΟΠΗ: Έχασα πια τον αριθμό ρυτίδες να μετράω.
Είναι που στα πενήντα μου αισίως περπατάω;
ή μήπως φταίει της νυκτός η κρέμα η τελευταία
που όπως μου υποσχέθηκαν θα με κρατούσε νέα;
Σαράντα χρόνια πέρασαν από το δυο χιλιάδες
κι οι κρέμες υποτίθεται πως κάνουνε παπάδες…
Εμένα όμως μου φαίνεται πως είναι κοροϊδία
τυφλά να εμπιστεύεσαι κάθε τεχνολογία. 
Αχ! Καλά έλεγε η μάνα μου τα χρόνια πως περνάνε
τα νιάτα φεύγουν γρήγορα και δεν ξαναγυρνάνε.
Πρέπει όλα τα πράγματα στην ώρα τους να γίνουν
γιατί αν τ’ αφήνεις και περνούν κι εκείνα σε αφήνουν.
Τι όμως κι αν την άκουσα; Τι κέρδισα η χαμένη;
Τίποτε δεν απόλαυσα, είμαι και προδομένη.
Κι όμως, για αυτά που έλεγε δεν θα ‘δινα ούτε μία
αν τότε δεν προέκυπτε εκείνη η πανδημία…
Μου άλλαξε τα σχέδια που είχα αποφασίσει
να έπειθα τον Κλέωνα ξανά μη μ’ ενοχλήσει
γιατί άξιζα στον έρωτα το κάτι παραπάνω
τον Νίκο, τον Θεμιστοκλή και ίσως και τον Πάνο
που είχε δύο κότερα και ένα υδροπλάνο.
Αυτοί τι ν’ απογίνανε; Πού βρίσκονται, ποιος ξέρει;
Κι οι τρεις πολύ με θέλανε γιατί ήμουνα αστέρι.
Όπως και να το κάνουμε τίποτ’ αν δεν ρισκάρεις
απ’ την ανία την πολύ στο τέλος θα κρεπάρεις.
Καμιά φορά την τύχη σου αν δεν την προκαλέσεις
θα πέσεις σε κατάθλιψη, σε βήτα κλάσης θέσεις.
Κι εγώ τα χρόνια άφησα να φύγουν σαν νεράκι
κι απ τα πολλά που ήθελα μου έμεινε το μεράκι.
Μα θα μου πεις, πως σήμερα, δεν θα ‘χα ούτε το γιο μου
ούτε αυτό το σπιτικό θα ήτανε δικό μου…
Αλλά απ’ την άλλη βρε παιδιά, αν όλα δεν τα ζήσεις
ούτε θα το ευχαριστηθείς ούτε θα καζαντίσεις.
Τα πάντα σκόνη θα γενούν, κι ανάμνηση; καμία,
το κάδρο θα ‘ναι αδειανό, δίχως φωτογραφία.
Ουφ! Πολύ προβληματίζομαι σαν κάνω τέτοιες σκέψεις
και περιμένω σήμερα σπουδαίες επισκέψεις...
 
Χτυπάει η πόρτα και εμφανίζεται στη σκηνή η Δόξα φουριόζα.
 
ΔΟΞΑ: Πόπη μου τ’ αποφάσισα, πολύ σωστή σε βρίσκω
στη συνταγή απαραίτητη είναι μια πρέζα ρίσκο.
Όπως και να το κάνουμε τίποτ’ αν δεν ρισκάρεις
απ’ την ανία την πολύ στο τέλος θα σαλτάρεις.
Κάποιες φορές την τύχη σου αν δεν την προκαλέσεις
στη μαύρη την κατάθλιψη ολοταχώς θα πέσεις.
Από τα χρόνια του ιού είμαι σε καραντίνα
είκοσι έτη συναπτά πέρασα στην κουζίνα.
Να πλύνω ρούχα, να σεγνώ και να τα σιδερώσω
τίναγμα τα παπλώματα κι ύστερα να τα στρώσω.
Άζαξ ο άσπρος σίφουνας κατάντησα καλή μου
σώβρακα και κουζινικά ρήμαξαν την ψυχή μου.
Και στη δουλειά, κανείς τους πια τώρα δεν με προσέχει
να πάρω μια εκδίκηση πόθος με κατατρέχει.
Γι αυτό το αποφάσισα κάθε δεσμό να σπάσω
να κάνω επανάσταση, τρόπο να βρω να δράσω.
ΠΟΠΗ: Το σχέδιο είναι έτοιμο το έχω δουλεμένο
μέρες και νύχτες το ‘φτιαχνα
ΔΟΞΑ:                                     Πες μου, σε περιμένω.
ΠΟΠΗ: Για να πετύχει άλλωστε θέλει συνεργασία
δυνάμεις να ενώσουμε, τέχνη και μαεστρία.
ΔΟΞΑ: Σ’ αυτά εμείς σπουδάσαμε, έχουμε ντοκτοράτο.
ΠΟΠΗ: Άκουσε τότε τι θα πω, πριν κάνεις τον Πιλάτο!
 
……. Σηκώνει το iphone από το τραπέζι.
 
 ΠΟΠΗ: Παρακαλώ η GRECOTECH; Ανώνυμη εταιρεία;
Θα ήθελα τον διευθυντή ή κάποια υπηρεσία…
 
Περιμένει στο ακουστικό…
 
Για να νοικιάσω ήθελα ένα ρομποτ βαρβάτο
για λίγο χρόνο αρχικά… Μεθαύριο Σαββάτο.
Ένα μοντέλο απ’ τα καλά πολύ εξελιγμένο…
Να μοιάζει ίδιος άνθρωπος… Σε τούτο επιμένω!
ΔΟΞΑ, διακόπτει: Πες τους να είναι όμορφός, μην είναι κάνα τέρας!
Να μοιάζει με τον Δον Ζουάν ή έστω του Μπαντέρας.
ΠΟΠΗ συνεχίζει: Να ‘ναι ψηλό να ‘ναι λιγνό χωρίς πολύ κοιλίτσα
πρόσχαρο και ευγενικό να μην κρατάει γκλίτσα…
Για βίτσια; Αποκλείεται… αυτά δεν τα πληρώνω…
Ναι, απαραίτητο προσόν να λέει αλήθεια μόνο.
Το θέλω όπως είπαμε και να μην ξεχαστείτε
το Σαββάτο απόγευμα να ανταποκριθείτε.
Ο χρόνος είναι αρκετός δε θα ‘θελα βιασύνη
τα δυνατά σας βάλετε σας έχω εμπιστοσύνη.
Θα σας πληρώσω άμεσα απ’ το τηλέφωνό μου
και στείλτε την απόδειξη εδώ στο σπιτικό μου.
ΔΟΞΑ: Πόπη μ’ αφήνεις έκπληκτη είμαι γοητευμένη
έχω κουμπάρα όνειρο, πολύ προχωρημένη.
Μα, δεν φοβάσαι Πόπη μου μην πάθει καμιά βλάβη
και τι θα πει ο Μιχαλιός άμα σε καταλάβει;
ΠΟΠΗ: Το Σάββατο φεύγει μακριά, πάλι ταξίδι πάει
σ’ ένα μικρό συνέδριο. Πέμπτη ξαναγυρνάει.
ΔΟΞΑ: Και ο δικός μου, ο Κλέωνας, θ’ αργήσει να γυρίσει
λείπει στην Πελοπόννησο για να τοποθετήσει
κάτι φωτοβολταϊκά, σε ένα ξερονήσι.
ΠΟΠΗ: Για πες μου τότε Δόξα μου μήπως σ’ ενδιαφέρει,
αν είναι να ‘ρθουν δυο ρομπότ, πολύ θα μας συμφέρει.
ΔΟΞΑ: Πόπη ανησυχώ πολύ μη μου γενεί συνήθεια.
Μα, και το σπουδαιότερο… φοβάμαι την αλήθεια!
Δε γίνεται για μένανε να έρθει άλλο μοντέλο;
Εγώ, μόνο γλυκόλογα και κομπλιμέντα θέλω.
Γιατί αν μου πει πως γέρασα πως είμαι ξοφλημένη
θα σπάσω τους καθρέφτες μου, θα ‘μαι δυστυχισμένη.
ΠΟΠΗ: Σε είχα για αδίσταχτη, τα πάντα πως τολμούσες
ξέχασες πως τους… γυμναστές με λύσσα κυνηγούσες;
 
Η Πόπη σηκώνει το τηλέφωνο και πληκτρολογεί…
 
ΔΟΞΑ: Μα τότε βρε Ποπάκι μου πήγαινα στο σχολείο
Δεν είμαι όπως ήμουνα…
ΠΟΠΗ στο τηλέφωνο:     Ρομπότ να γίνουν δύο!
 
Κλείνει το τηλέφωνο.
 
Δόξα είμαι χαρούμενη, πρέπει να ετοιμαστούμε
ξέρω μια δυο καλές μπουτίκ, πάμε να στολιστούμε…
 
Φεύγουν.
 
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ( Το ίδιο απόγευμα) 
Ο Μιχάλης εισέρχεται στη σκηνή… Η Πόπη απουσιάζει.
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πόπη μου λίγο άργησα, είχα πολύ δουλίτσα
Ξέρεις, να… προετοιμαστώ, να… φτιάξω κάτι σκίτσα
και κάτι ιδεογράμματα που πρέπει να προβάλω  
γιατί οι πελάτες μ’ αυτά, έχουν μεγάλο κάλο...
Πόπηηη, φωνάζω δεν μ’ ακούς; Πού είσαι ευλογημένη;
 
Την αναζητά στα δωμάτια του σπιτιού… κοιτάζει το ρολόι του.
 
Φαίνεται πως βαρέθηκε πια να με περιμένει.
Τώρα που λείπει κι ο μικρός με το κολέγιό του
μιας εβδομάδας εκδρομή… λένε για το καλό του
βρήκε ευκαιρία και αυτή λίγο να σουλατσάρει
στα μαγαζιά και στις μπουτίκ φόρεμα να προβάρει.
 
Βλέπει ένα φάκελο στο κομό και τον ανοίγει.
 
Φίλε, δεν προλαβαίνουνε λεφτά να μπουν στην τσέπη
πλακώνουν οι λογαριασμοί και δεν αφήνουν λέπι…
Ωχ! Δεν μπορεί, αδύνατον! Ρομπότ εξελιγμένα;
Σίγουρα λάθος έγινε, γι αλλού θα ‘ναι σταλμένα!
Μα τι ‘ναι αυτό, τα μάτια μου αρχίζουν να θολώνουν
αυτές οι δύο οι οχιές κάτι θα μας σκαρώνουν.
Έχει και δυο υπογραφές, της Δόξας και της Πόπης
Κι εγώ ένα προαίσθημα… πως θα γενεί της «Πόπης».
Αυτό δεν το περίμενα, αυτές είναι τρελές!
Χαθήκανε οι γκόμενοι και πήραν μηχανές;
Του Κλέωνα τώρα ευθύς πρέπει να του μιλήσω
και τη ζημιά που πάθαμε να αποκαταστήσω.
 
Ο Μιχάλης βγάζει στο τηλέφωνο τον Κλέωνα.
 
Χάλασε ο κόσμος Κλέωνα, πού ήμουν και πού ήσουν,
τους άνδρες τώρα τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν!
Το θέμα πάλι απ’ την αρχή οφείλουμε να δούμε,
μας απειλούν οι μηχανές, πρέπει ν’ αντισταθούμε.
Δύο ρομπότ ανδροειδή η Δόξα κι η δικιά μου
για Σάββατο νοικιάσανε, θα χάσω τα μυαλά μου!
Δεν έρχομαι, αναβάλλεται ότι είχες κανονίσει
για το Σαββατοκύριακο αυτό στο Λαγονήσι…
Τα γκομενάκια; Διώξε τα, αυτή είναι η λύση
κι ως αύριο τ’ απόγευμα εδώ να ‘χεις γυρίσει…
Δεν ξέρω, πες τους ότι θες, βρες μια δικαιολογία
Άλλη φορά τις… βλέπουμε, στην πρώτη ευκαιρία!
Τώρα με τις γυναίκες μας πρέπει ν’ ασχοληθούμε,
σκάρωσα ένα σχέδιο να τις εκδικηθούμε
και για να δοκιμάσουμε πόσο μας αγαπούνε…
 
Κλείνει το τηλέφωνο.
 
Αμέσως τώρα αντιδρώ και  στο λεπτό θα δράσω
χρόνος δεν έμεινε πολύς στα πράσα να τις πιάσω.
Θα μάθω λεπτομέρειες στην GRECOTECH αν πάρω
στον φίλο μου τον ΚΥΠατζή που ξέρω από φαντάρο.
 
Βρίσκει τον αριθμό τηλεφώνου και παίρνει τηλέφωνο στην GRECOTECH
 
Έχω ένα πρόβλημα μικρό και θέλω να το λύσω
στον τεχνικό διευθυντή θα πρέπει να μιλήσω…
Έλα βρε φίλε αξέχαστε, χαθήκαμε εσχάτως
θυμάμαι από το στρατό, ήσουν μεγάλος γάτος.
Βρήκα εδώ στο σπίτι μου μια απόδειξη για δύο
ρομπότ βαρβάτα αρσενικά κι έχω ιδρώτα κρύο.
Για πες μου λεπτομέρειες για πότε πού και πόσα
και άφησε ελεύθερη να κελαηδά τη γλώσσα...
Αμάν! Τόσα πολλά λεφτά θα κάνει το ρημάδι;
Θα ‘ρθουν εδώ στο σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ;
Σώσε με φίλε σώσε με, έπεσα σε μια δίνη,
παραγγελία άκυρη, κι άκουσε τι θα γίνει…


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ( Το Σαββατόβραδο)
Η Πόπη και η Δόξα έχουν στρώσει μπουφέ και περιμένουν τα ρομπότ στο μισοσκόταδο.

ΔΟΞΑ: Πολύ σκοτάδι έχουμε, άναψε κάνα φως.
ΠΟΠΗ: Όχι, απαγορεύεται, μου το ‘πανε ρητώς.
Τηλέφωνο με πήρανε από την εταιρεία
πως ενοχλούνται τα ρομπότ  απ’ τη φωτοχυσία.
Και να σου πω; Καλύτερα, γιατί όπως θα είδες
στον χαμηλό τον φωτισμό κρύβονται οι ρυτίδες.
ΔΟΞΑ: Και γιατί έβαλες μπουφέ; Φαΐ, δεν θα τους λείψει.
Για κουβεντούλα έρχονται… κι ότι ήθελε προκύψει!
ΠΟΠΗ: Δόξα, σαν οικοδέσποινα προέβλεψα τα πάντα
δεκαετία μην ξεχνάς, έχουμε του σαράντα.
Ζούμε την επανάσταση της βιομηχανίας
μ’ εξελιγμένες λιχουδιές, νέας τεχνολογίας.
Πήρα αλευροσκώληκες, γρύλους με πρωτεΐνες
και κρέατα συνθετικά που έχουν βιταμίνες.
Εκεί στην άκρη του μπουφέ έχω λίγη ακρίδα
με μαγιονέζα μπόλικη. Σαλάτα; Μαύρη μύγα!
Είναι τροφές για άνθρωπους δεν ξέρω αν τους αρέσουν
μα πήρα ότι καλύτερο, τα μούτρα μου μη πέσουν.
Δεν μου το διευκρίνισαν αν πίνουν κι αν θα φάνε
μα είναι αδιάφορο, χαμένα δεν θα πάνε…
 
Χτυπάει η πόρτα και εμφανίζονται μεταμφιεσμένοι με περούκα και μουστάκι, ο Μιχάλης και ο Κλέωνας.
 
ΠΟΠΗ: Καλώωως τους,
ΔΟΞΑ:                            καλώς ήρθατε.
ΜΙΧΑΛΗΣ:                                             Από την εταιρεία
ΚΛΕΩΝ: ήρθαμε για το ραντεβού που πήρε μια κυρία.
ΠΟΠΗ: Ελάτε μην στεκόσαστε καθίστε στο σαλόνι
(Εγώ ρομπότ παράγγειλα, αυτοί μου μοιάζουν κλώνοι)!
 
Κάθονται αντικριστά
 
ΠΟΠΗ: Αλλιώς σας περιμέναμε.. εγώ είμαι η Πόπη
ΜΙΧΑΛΗΣ: Στην εταιρεία εμένανε με βγάλανε Προκόπη
ΚΛΕΩΝ: Εμένανε Χαράλαμπο με είπε η νονά μου
ΔΟΞΑ: Εγώ είμαι η κουμπάρα της, Δόξα το όνομά μου
ΜΙΧΑΛΗΣ: Κουβέντα πριν αρχίσουμε… κι ότι ήθελε προκύψει
κάθε αμφιβολία σας θα πρέπει να εκλείψει.
Η GRECOTECH απ’ την αρχή είχε στο πρόγραμμά της
ΚΛΕΩΝ: δώρο μεγάλο να αποκτά ο χιλιοστός πελάτης.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Έτσι κι εσείς κερδίσατε το πρώτο το κουπόνι
και ήρθαμε αντί ρομπότ δύο καινούργιοι κλώνοι.
ΚΛΕΩΝ: Και αν κάτι δεν σας άρεσε, αυτόματα μπορούμε
σε κάθε επιθυμία σας να προγραμματιστούμε.
ΔΟΞΑ: Μα η παραγγελία μας νομίζω ήταν άλλη
ΠΟΠΗ: (Αυτός μοιάζει του Κλέωνα)
ΔΟΞΑ:                                            (κι εκείνος του Μιχάλη)
ΠΟΠΗ: Είχαμε πει του Δον Ζουάν, πρέπει να φέρνει ο ένας
κι ο δεύτερος τουλάχιστον να μοιάζει του Μπαντέρας.
ΔΟΞΑ: (Όρκο θα έπαιρνα βαρύ πως μοιάζουνε λιγάκι…).
ΠΟΠΗ: (Πάνε να μας την φέρουνε, ψεύτικο το μουστάκι).
ΜΙΧΑΛΗΣ: Όπως σας είπα απ’ την αρχή για να φχαριστηθείτε
πρέπει να καταγράψουμε πώς μας επιθυμείτε.
ΚΛΕΩΝ: Και την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε
Οι απαιτήσεις αυτές θα τακτοποιηθούνε!
ΔΟΞΑ: Πάρτε μολύβι και χαρτί και γράψτε ότι θα πούμε
γιατί είναι προϋπόθεση, πίσω να σας δεχθούμε.
ΠΟΠΗ: Σύντροφοι να ‘στε κι εραστές με υπομονή μεγάλη.
ΔΟΞΑ: Υδραυλικοί μηχανικοί και ξυλουργοί με χάρη.
ΠΟΠΗ: Εγώ σας θέλω έξυπνους γενναίους και αστείους.
ΔΟΞΑ: Ανεκτικούς και συνετούς και με τις άλλες… κρύους.
ΠΟΠΗ: Πάθος να έχετε τρελό και να μας αγαπάτε.
ΔΟΞΑ: Επέτειο, γενέθλια, ποτέ να μην ξεχνάτε.
ΠΟΠΗ: Αυτά τα λίγα για αρχή θα θέλανε να δούμε
και αν τα καταφέρετε, μόνιμα σας κρατούμε!
ΜΙΧΑΛΗΣ: Μ’ απ’ ότι ξέρουμε εσείς, είσαστε παντρεμένες.
ΠΟΠΗ: Ναι αλλά από τους άντρες μας απογοητευμένες.
ΔΟΞΑ: Εγώ υποψιάζομαι πως γκομενίτσα έχει.
ΠΟΠΗ: Και ο δικός μου συνεχώς με τη δουλειά του τρέχει.
Εμπιστοσύνη πια καμιά δεν έχω στον Μιχάλη.
ΔΟΞΑ: Ούτε εγώ στον Κλέωνα θα σκύψω το κεφάλι.
Νοκ άουτ θα τους βγάλετε, κάτω, στο καναβάτσο!
Θα μείνουν στο ασσόδυο θα κάτσουνε στον άσσο!
 
Ο Μιχάλης και ο Κλέων ανάβουν τα φώτα και βγάζουν τις περούκες και τα ψεύτικα μουστάκια.
 
ΜΙΧΑΛΗΣ: Οι μηχανές μας νίκησαν κι ας το παραδεχτούμε
πρέπει αργά ή γρήγορα να το αποδεχθούμε
πως άλλαξαν οι εποχές που κάναμε ότι να ‘ναι
και απ’ εδώ και στο εξής τα «πρέπει» θα μετράνε
Γιατί αλλιώς οι μηχανές θα μας υποσκελίσουν
την Πόπη και τη Δόξα σου πιστά θα υπηρετήσουν
κι αυτές αργά ή γρήγορα εμάς θα παρατήσουν.
ΚΛΕΩΝ: Με όσα λες Μιχάλη μου σκέφτομαι να συμπράξω 
τη Δόξα σαν τα μάτια μου στο μέλλον θα φυλάξω.
ΠΟΠΗ: Μα βρε κουτά, απ’ την αρχή σας πήραμε χαμπάρι
κι ο Μιχαλιός το μάθημα ελπίζω να ‘χει πάρει…
ΔΟΞΑ: Ο Κλέων είναι σίγουρο δεν θα παραστρατήσει
από εδώ και στο εξής τους όρκους θα κρατήσει…
ΠΟΠΗ, ΔΟΞΑ: Εσάς δεν σας αλλάζουμε ο κόσμος να χαλάσει
και όποιος βάλει στοίχημα σίγουρα θα το χάσει!
ΜΙΧΑΛΗΣ, ΚΛΕΩΝ: Κι εμείς γι αυτό που είσαστε σας θέλουμε κοντά μας.
ΠΟΠΗ, ΔΟΞΑ: Τα λόγια είναι περιττά πέστε στην αγκαλιά μας…
 
Πέφτουν σε λάθος αγκαλιά!
 
ΜΙΧΑΛΗΣ, ΚΛΕΩΝ: Αχ!!! Διάλεξα λάθος αγκαλιά…
 
Στρέφονται όλοι προς τους θεατές!
 
ΜΙΧΑΛΗΣ, ΚΛΕΩΝ, ΠΟΠΗ, ΔΟΞΑ: Πάμε ξανάααα;
 
ΑΥΛΑΙΑ