Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας.

         
         Μια φορά κι ένα καιρό, ένας τζίτζικας κι ένας μέρμηγκας, ζούσαν ¨πειθαρχημένα¨ σε μια όμορφη χώρα που τη λέγαν Λένγκω. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός πανύψηλου δέντρου (ρετιρέ), ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες  του (ημιυπόγειο).
          Μετά από εφτά χρόνια φαγούρας και πάλης ξεκίνημα, ήρθε στη Λένγκω, η εποχή της μεταπολίτευσης και της μεγάλης αλλαγής. Επιτέλους, ανέτειλε για όλους, της δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός κι έφερε μαζί του γλυκό ψωμί, παιδεία και ελευθερία.

Ο αρχηγός ο ήλιος, πιστός στο καθήκον του, σε τράβαγε πρωί - πρωί απ΄ το μανίκι για να πας για τη δουλειά. Έτσι ο μέρμηγκας, ιδροκοπώντας τίμια, ασταμάτητα και ανθυγιεινά, κατάφερε να φτιάξει πετραδάκι - πετραδάκι  το τσαρδάκι του και να χτυπήσει κι ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους για να παίξει στο χρηματιστήριο, όπως τον συμβούλεψε εξάλλου η κυβέρνηση του δάσους. 
          Από την άλλη, ο τζίτζικας, έπιασε το νόημα από την αρχή. Πέταξε τη γραβάτα της συντήρησης, έμεινε ολίγον αξύριστος, φόρεσε το ζιβάγκο της προόδου, δήλωσε πρώην αντιστασιακός και κατέλαβε μιαν περίλαμπρον θέσιν εις το πολιτικόν γίγνεσθαι της εποχής, με ειδικότητα  στο κοινωνικοποιείν, στο στρατολογείν και στο διορίζειν συντρόφους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, φυσικά με το …αζημίωτο. Σαν κάθε σωστός τζίτζικας που σέβεται τον εαυτό του, αγαπούσε- εκτός από τον Μεγάλο - και το λαϊκό τραγούδι. Τραγουδούσε με μεγάλη επιτυχία στον Αστέρα της Βουλιαγμένης και σε πολυτελή σοσιαλιστικά κότερα που περιπλέανε στις φιλόξενες θάλασσες. Το χρήμα άρχισε να ρέει ασταμάτητα! Ας ήταν καλά οι επιδοτήσεις του υπουργείου κουλτούρας, που φρόντιζε και προωθούσε με πάθος, κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού των ηθών και των εθίμων της οπισθοδρομικής ως τότε ελληνικής κοινωνίας, που ήταν βουτηγμένη στα ταμπού και στις αναχρονιστικές προκαταλήψεις.
 
          Όμως, πέρασε γρήγορα ο καιρός, έφυγε και το καλοκαιράκι παίρνοντας μαζί του τα πακέτα Ντελόρ, τις φιέστες, τις Ολυμπιάδες, τα πρίμο, τις χωματερές, τους μετροπόντικες, τα σουάπς, την αφασία και την επανίδρυση του κράτους και έδωσε τη θέση του στο φθινόπωρο, στη βαρυχειμωνιά, στο κρύο, στο ΔΝΤ, στην τρόικα, στα μνημόνια, στους επιτρόπους και στην ανηλεή, άμεση και έμμεση φορολογία. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχούλα έπιασε και κάποιος έπρεπε να πληρώσει τα σπασμένα. Κι επειδή στη Λένγκω δεν λειτουργούσε τίποτε σωστά από την πολύ την αλλαγή, λογικό ακούστηκε, πως θα έπρεπε να πληρώσουν οι έχοντες και οι κατέχοντες, δηλαδή τα μυρμηγκάκια .  
          Ο μέρμηγκας της ιστορίας μας, στην αρχή, ολίγον χαιρέκακα, νομίζοντας πως έχει εξασφαλίσει ένα κεραμίδι πάνω απ το κεφάλι του και μια δουλίτσα, καθόταν στον καναπέ και απολάμβανε υπνωτισμένος, τις ειδήσεις των οκτώ. Όταν όμως μπήκαν σε εφαρμογή μία μία οι σελίδες των μνημονίων, όταν απολύθηκε και δεν προλάβαινε να πληρώνει τους φόρους και τα χαράτσια για το ¨κεραμίδι¨, τότε κατάλαβε το πάθημά του. Αγανάκτησε και σκέφτηκε να αντιδράσει και να διαμαρτυρηθεί στα Συντάγματα, στις πλατείες και στα καφενεία. Αίφνης όμως ο ταλαίπωρος συνειδητοποίησε, πως δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοια. Πήγε λοιπόν και έπιασε τον τζίτζικα που είχε DNA αγωνιστή κι επαναστάτη. 
          - Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, έλα να κάνουμε μαζί μια επανάσταση για να τρομάξουμε την τρόικα, τους θεσμούς και τους τραπεζίτες, που με μαδήσανε!
 
          - Μα καλά, σαράντα χρόνια εσύ τι έκανες; Ρώτησε ο τζίτζικας.
          - Τι να κάνω ο καψερός; Δούλευα ασταμάτητα μέρα και νύχτα για τα παιδιά μου και για να έχω στα γεράματα το κάτι τις!
          - Ε! Αφού λοιπόν ήσουν τόσο βλάκας που δούλευες και δημιουργούσες την εποχή που όλοι εμείς μαζί , κλέβαμε, τρώγαμε, διασκεδάζαμε και βγάζαμε το παραδάκι μας στο εξωτερικό, ήρθε η ώρα τώρα να πληρώσεις.
Αυτά είπε ο τζίτζικας κι έτριψε με τα δυο του χέρια την τεράστια κοιλιά του. Ύστερα έστρεψε τοβλέμμα για πρώτη φορά αριστερότερα και κοίταξε με συμπάθεια τον άμοιρο τον ¨παράτυπο¨ τον μετανάστη, που εκείνη την ώρα γυάλιζε με ένα σφουγγαρόπανο το καγιέν με τις αστραφτερές, όφσορ εταιρικές και τις, όλως περιέργως, πλαστές του πινακίδες. 
Αχ, κενωνία άτιμη! Αχ, κενωνία ψεύτρα!
Η συνέχεια στις ειδήσεις των οκτώ, με την…


Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΩΣΠΕΡ ΛΙΘΟΙ ΤΕ ΚΑΙ ΠΛΙΝΘΟΙ…


            Πριν ογδόντα πέντε περίπου χρόνια, ο Νίκος Καζαντζάκης, απεσταλμένος αθηναϊκής εφημερίδας  στον ναό της αρχαίας Φιγαλείας στην καρδιά της Πελοποννήσου, σημείωνε:
            «Και ξάφνου, σ΄ ένα απογύρισμα του βουνού, υψώνεται ανεπάντεχα μπροστά του ο ξακουστός ναός του Επικουρίου Απόλλωνα.
            Ευθύς ως τον αντικρίσεις, καμωμένος όπως είναι με τις ίδιες πέτρες του βουνού, νοιώθεις την βαθειάν ανταπόκριση του τοπίου και του ναού. Σαν ένα κομμάτι του βουνού, πέτρα από την πέτρα του, φαντάζει ο ναός αξεχώριστα σφηνωμένος ανάμεσα στους βράχους, βράχος κι αυτός, μα βράχος που πέρασε από πάνω του το πνεύμα.
            Έτσι πελεκημένες και τοποθετημένες οι κολόνες του ναού, εκφράζουν την ουσία όλης ετούτης της βουνίσιας αυστηρότητας κι ερημιάς. Θαρρείς πως είναι η κεφαλή του τοπίου, η ιερή γυροτραφισμένη περιοχή, όπου μέσα προφυλαγμένος αγρυπνάει ο νους του.
            Κι εδώ η αρχαία τέχνη, συνεχίζοντας κι εκφράζοντας τέλεια το τοπίο, δε σε ξαφνιάζει. Επιτήδεια, ήρεμα, από μονοπάτι ανθρώπινο σε ανεβάζει, χωρίς να λαχανιάσεις, στην κορυφή».
            Και συνεχίζει ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής:
            « Από το καλύβι του φύλακα βγήκε μια γριούλα και τη ρώτησα:
-          Και τι ναι δω;
-          Ε, δε βλέπεις, πέτρες.
-          Και γιατί έρχονται από την άκρα του κόσμου και τις βλέπουν;
Η γριά δίστασε μια στιγμή. Χαμήλωσε τη φωνή της:
-          Είσαι ξένος; με ρωτάει.
-          Όχι Έλληνας.
Πήρε θάρρος η γριούλα, σήκωσε τους ώμους:
-          Κουτόφραγκοι! έκαμε κι έσκασε στα γέλια».
Τι γρήγορα που κύλησαν τα χρόνια! Γρήγορα σαν νεράκι. Ωστόσο οι πέτρες μείνανε αγέραστες κι εμείς εδώ οι ιθαγενείς, καθόλου δεν αλλάξαμε, καθόλου! Ούτε οι κουτόφραγκοι αλλάξανε, αφού επιμένουν και σήμερα να έρχονται στη χώρα μας κατά χιλιάδες για να χαζέψουν τα λιθάρια. Κι αν δεν με πιστεύετε, ιδού πιο κάτω η απόδειξη, όπως μου τη φανέρωσε μια φίλη που πήγαινε γυρεύοντας! Ήθελε σώνει και καλά να επισκεφθεί τον βράχο της Θυσίας του Ζαλόγγου και τα ερείπια της πάλαι ποτέ πανέμορφης Κασσώπης, που τώρα οι ντόπιοι, παρά τις δόξες που είχε κάποτε γνωρίσει, την εγκατέλειψαν έτσι, τελείως παραμελημένη:
« Ήταν ένα όμορφο ζεστό πρωινό προς το τέλος του Αυγούστου όταν αποφασίσαμε μαζί με τον άντρα μου να πάμε στο Ζάλογγο. Αφήσαμε χαμηλά το αυτοκίνητο και κινήσαμε για την ανάβαση. Προχωρούσαμε αργά, παρέα με ένα ζευγάρι από το Κιλκίς και τα παιδάκια τους. Και πιο πάνω σκαρφάλωναν με απίστευτη ταχύτητα δυο Γερμανίδες τουρίστριες και ακόμη πιο πέρα, συνωστίζονταν κοντά στην κορυφή, πληθώρα από τουρίστες κατά ομάδες. Όσο ανεβαίναμε τόσο απλώνονταν τριγύρω μας το πανέμορφο ηπειρώτικο τοπίο που έφτανε ως το Ιόνιο πέλαγος κι ακόμα παραπέρα. Στις διπλανές ραχούλες μια άλλη θάλασσα από φασκόμηλο και ρίγανη και μέντα, έκανε την ανάσα μας ανάλαφρη. Είχα μεγάλο καημό να δω από κοντά το έργο του Γεωργίου Ζογγολόπουλου που όταν το έβλεπα από μακριά μου φαινόταν σα να κινείται σ έναν ατέρμονα χορό. Τον χορό της Θυσίας και της αυταπάρνησης που χόρεψαν οι ηρωίδες Σουλιώτισσες που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση.
Κάποτε φτάσαμε στην κορυφή συνεπαρμένοι, χωρίς να ιδρώσουμε, χωρίς να κουραστούμε. Το πλακόστρωτο δεν ήταν καθαρό, αλλά, εντάξει είπαμε περνάνε άνθρωποι και ζώα, δεν δώσαμε και τόση σημασία. Ύστερα, κάναμε μία έτσι, τραβήξαμε την πόρτα που ήταν δεμένη με σχοινιά και μπήκαμε στον χώρο του μνημείου. Και τότε είναι που μου πέσανε τα μούτρα! Δεν είχε μέρος να πατήσεις. Ο τόπος ήτανε γεμάτος ακαθαρσίες από τα ζωντανά που φαίνεται πως κάποιος τα έβαλε εκεί πρωτύτερα να τα φυλάξει. Οι δύο Γερμανίδες που είχαν φτάσει πριν από εμάς, έσπρωχναν με τα πόδια τους τις κοπριές για να κάνουν διάδρομο και να περάσουν. Άλλοι τουρίστες γελούσαν κι άλλοι δεν μπορούσαν να κρύψουν την αηδία από τα πρόσωπά τους. Τότε μας πλησίασε το ζευγάρι από το Κιλκίς. Δεν τολμάμε να μιλήσουμε ελληνικά, μας είπαν. Ντρεπόμαστε. Είπαμε κι άλλα διάφορα με αυτό το ζευγάρι, βγάλαμε και φωτογραφίες.
Τέλος πάντων, κατεβήκαμε κάτω. Η ώρα είχε πάει δώδεκα και είχαμε χρόνο να πάμε να δούμε και την αρχαία Κασσώπη που ήταν εκεί κοντά. Φτάνοντας στον χώρο της Κασσώπης συναντήσαμε μπροστά στην είσοδο, που ήταν κλειστή, ένα τζιπ με τέσσερις Πολωνούς, τις δύο Γερμανίδες, το ζευγάρι από το Κιλκίς και ένα μικρό λεωφορείο με Ιταλούς που είχαν μαζί τους και δυο παιδάκια που ο πατέρας τους ήταν Έλληνας και η μαμά τους Ιταλίδα.
-          Τι γίνεται εδώ πέρα βρε παιδιά;
-          Τι να γίνει; Η πόρτα είναι κλειστή και δεν υπάρχει φύλακας. Φαίνεται πως θα πείνασε και πήγε να ταϊστεί και να ποτιστεί!
Κι άλλη περιπέτεια μας περιμένει, σκέφτηκα. Ετοιμαστήκαμε όλοι να φύγουμε όταν οι δυο Γερμανίδες πέρασαν περιμετρικά στο συρματόπλεγμα και σε κάποιο σημείο που ήταν χαλαρό το ανασήκωσαν και τρύπωσαν μέσα έρποντας. Ακολουθήσαμε κι εμείς, σηκώσαμε πιο ψηλά τα σύρματα και μπήκαμε σκυφτοί.  
Τα δύο παιδάκια από το ιταλικό λεωφορείο που γνώριζαν πολύ καλά τα ελληνικά και ήταν ενημερωμένα για την ιστορία της αρχαίας αυτής πόλης και για τα βασικά κτίρια, ανέλαβαν να μας ξεναγήσουν στο θέατρο, στο ωδείο και στους ναούς. Ο χώρος απέπνεε γαλήνη και ενέργεια, χωρίς ωστόσο να έχει διάθεση να μας αποκαλύψει τα μυστικά του.Τον περιηγηθήκαμε όλον. Η θέα που μας προσέφερε ήταν μαγευτική. Μέσα στο ίδιο οπτικό πεδίο χώραγε η Λευκάδα, το Άκτιο, το Ιόνιο και όλη η κοιλάδα που στρωνότανε μπροστά μας σαν χαλί. Αυτό ήταν!
Φεύγοντας οι περισσότεροι ευχαρίστησαν τις Γερμανίδες για την πρωτοβουλία τους, γιατί είχαν κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα οι άνθρωποι να έρθουν να δουν αυτές εδώ τις ¨πέτρες¨ και θα ήταν κρίμα να φύγουν άπραγοι, από την αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας και των ντόπιων, που φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον πνευματικό και υλικό θησαυρό, που αγκαλιάζει αιώνες τώρα αυτός εδώ ο τόπος».  

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Ο ΗΛΙΚΙΑΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ Η «ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΗ» ΓΕΦΥΡΑ

          «Σύμφωνα με τον Ηλικιακό Χάρτη της χώρας και τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, τα ορεινά χωριά της Ηπείρου έχουν τον πιο γερασμένο πληθυσμό. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι Δήμοι των Κεντρικών και Βόρειων Τζουμέρκων, με μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων τους στα 57,9 και 52,8 έτη αντίστοιχα». 

          Η είδηση αυτή που αποτελεί αιτία έντονου προβληματισμού… στάθηκε αφορμή να ανασύρω από τη μνήμη μου ένα περιστατικό που συνέβη στο χωριό Ματσούκι Ιωαννίνων στα μέσα Νοεμβρίου του 1981. Ένα χωριό πανέμορφο, έτσι όπως το βλέπεις να στέκεται γαντζωμένο στις απόκρημνες ράχες της οροσειράς της Πίνδου. Ένα χωριό που εκείνη την εποχή έσφυζαν οι δρόμοι του, η πλατεία και τα φιλόξενα σπιτάκια του, από ζωή και νιάτα.    

          Όλα ξεκίνησαν στην αίθουσα υποδοχής του πολιτικού γραφείου του υπουργού Εθνικής Αμύνης, λίγους μήνες νωρίτερα. Η επιτροπή που κατέβηκε από το χωριό να τον συναντήσει ήταν αποφασισμένη: «Ή τώρα ή ποτέ». « Πλησιάζουν οι εκλογές». «Αν δεν γίνει και τώρα αυτή η αναθεματισμένη γέφυρα κύριε υπουργέ, θα σβήσουμε από τον χάρτη». «Διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο την κάνουμε σε μια ώρα με τα μουλάρια και κοντεύουμε κάθε φορά να σκοτωθούμε». 

         Τα επιχειρήματα της επιτροπής ήταν αφοπλιστικά και η διάθεση του υπουργού να βοηθήσει τον τόπο, πασιφανής. Έτσι, στα πλαίσια της κοινωνικής του προσφοράς ανέλαβε δράση ο Στρατός, που πήρε άμεσα εντολή να κατασκευάσει μια μεταλλική γέφυρα, με δικά του μέσα και προσωπικό.   

         Κάπως έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα και το επόμενο διάστημα, αψηφώντας το χιόνι και την παγωνιά, εγκαταστάθηκε κλιμάκιο του Τάγματος Μηχανικού της 8ης Μεραρχίας  κοντά στο χωριό και συναρμολόγησε με ακρίβεια και πειθαρχία τη γέφυρα. Δεν έμενε, παρά να τοποθετηθούν τα ειδικά κύλιστρα πάνω στα οποία θα έπρεπε να κυλιστεί η γέφυρα για να πατήσει στην απέναντι πλευρά του ανοίγματος που δημιουργούσε μια απόκρημνη χαράδρα. Μια  χαράδρα που εμπόδιζε την ένωση του χωριού με το επαρχιακό οδικό δίκτυο και το καταδίκαζε στην απόλυτη απομόνωση. 


         Ο κλήρος γι αυτή τη δουλειά έλαχε σ΄ εμένα. Έτσι, με έναν έφεδρο Ανθυπολοχαγό που πήρα για βοηθό και δέκα δώδεκα γεροδεμένα λεβεντόπαιδα του Λόχου Σκαπανέων, περάσαμε στην απέναντι πλευρά για να υποδεχθούμε και να καθελκύσουμε τη γέφυρα.

        Όταν φτάσαμε, ήταν ακόμα νύχτα. Τρυπώσαμε στην εσοχή ενός τεράστιου βράχου, φορώντας τα κράνη στα κεφάλια μας, για να προστατευτούμε από τις πέτρες και τα σπασμένα κλαριά που μας έριχνε ασταμάτητα ο τεράστιος ορεινός όγκος που ορθώνονταν σα σκιάχτρο από πάνω μας. Νοιώθαμε σα να ήθελε μ αυτόν τον τρόπο να μας προγκήξει και να μας μηνύσει πως ήμασταν ανεπιθύμητοι, για την παρέμβαση που κάναμε στο άγριο και απίστευτης ομορφιάς τοπίο των Τζουμέρκων. 

          Λουφαγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον, για να αντιμετωπίσουμε το κρύο που μας τρύπαγε τα κόκκαλα, περιμέναμε υπομονετικά να ξημερώσει. Ξαφνικά, ακούσαμε κουβέντες και βήματα απ την μεριά του χωριού. Ξεχωρίσαμε τις φιγούρες δύο ανδρών που έρχονταν προς το μέρος μας με προσεκτικά βήματα, ακολουθώντας ένα παγωμένο μονοπάτι. Όταν πλησίασαν αρκετά, αναγνωρίσαμε τον πρόεδρο της κοινότητας κι έναν νεαρό που τον συνόδευε. 

          -          Καλημέρα πρόεδρε!

          -          Καλημέρα παιδιά μου, αντιγύρισε αυτός με τρεμάμενη φωνή.  

          Τα μάτια του μου φάνηκαν πρησμένα, κατακόκκινα και βουρκωμένα. Στην αρχή υπέθεσα πως θα τον είχε βρει κάποιο κακό κι ήταν απαρηγόρητος. Ύστερα όμως σκέφτηκα πως θα έφταιγε το κρύο, γιατί το θερμόμετρο που είχαμε φέρει μαζί μας, ακούμπαγε εκείνη την ώρα στους μείον είκοσι.

          -          Δεν έχω τίποτε παιδιά μου. Είπε ο Πρόεδρος σαν να διάβασε τη σκέψη μου. Αυτή η γέφυρα είναι που μου τρώει την ψυχή. Εγώ ποτέ μου δεν την ήθελα πραγματικά, αλλά πιέστηκα πολύ. Είμαι σίγουρος πως απ εδώ θα διαβούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας και θα εγκαταλείψουν το χωριό. Δε θα μείνει κανένας πίσω! Μετά από λίγο θα ερημώσει ο τόπος!

          Ο νεαρός που συνόδευε τον πρόεδρο, ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε πει κουβέντα, μόνο άκουγε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα άφιλτρο, το χτύπησε νευρικά στην πλάκα του ρολογιού του κι έπειτα το άναψε μ ένα τσακμάκι που έκρυβε μέσα στην τεράστια παλάμη του χεριού του. Ύστερα σηκώνοντας το πρόσωπό του προς τον ουρανό, άφησε τον καπνό να περάσει ανεμπόδιστα μες από ένα χαμόγελο αισιοδοξίας και ανακούφισης. 

          -          Περάστε εσείς τη γέφυρα παιδιά, είπε τελικά, και μη σας νοιάζει. Θα κάνουμε τρικούβερτο γλέντι στο χωριό και είστε καλεσμένοι. Αυτή η αναθεματισμένη γέφυρα, είναι η σωτηρία μας… 

          Δε θα είχαν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε, όταν ξαναβρέθηκα στην περιοχή και ρώτησα από περιέργεια να μάθω αν έχει κόσμο το χωριό.  «Λίγα πράγματα», μου απάντησαν, «Το καλοκαίρι μόνο έρχονται κάποιοι, αλλά το χειμώνα όπως και στ άλλα χωριά, ερημιά». «Κρίμα, γιατί ήταν ίσως το μόνο από τα χωριά της περιοχής μας που κράταγε τον κόσμο του». 

          Σήμερα, σκέφτηκα κοιτάζοντας πάλι τον ηλικιακό χάρτη της Ελλάδας μας, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Κι εδώ γεννάται το μεγάλο ερώτημα: Πρέπει να αποδεχθούμε μοιρολατρικά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ή μήπως ήρθε η ώρα να βρούμε τις λύσεις και να πάρουμε τις πρωτοβουλίες που χρειάζονται για να αξιοποιηθεί ο τεράστιος πλούτος που έχει ο τόπος μας και που τόσο επιπόλαια τον έχουμε εγκαταλείψει;  Αυτή τη φορά πρέπει να πετύχουμε, ο κόσμος να χαλάσει! Ας μη ξεχνάμε πως η κάθε «αναθεματισμένη» γέφυρα έχει δύο κατευθύνσεις…   

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Πηγή: Εφημερίδα Πρωινός Λόγος.