Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΜΕΡΑ


         «Άλλος αέρας βρε παιδάκι μου εδώ στην Ελβετία, πολιτισμένος! Θα πω στον Μένιο, να μου αγοράσει ένα μικρό διαμερισματάκι για να μένω όταν θα έρχομαι για ψώνια. Όχι τίποτε σπουδαίο, μια φωλίτσα!» Αυτά σκεφτόταν η κ Λάουρα την ώρα που αντάλλασσε χειραψία με την Ελβετίδα υπάλληλο της Τράπεζας Monte TapianoLtd, που ήρθε να την υποδεχθεί στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης και να της επιδώσει την ολοκαίνουρια πλατινένια πιστωτική της κάρτα. 
-    Τι να σου πω δεσποινίς μου, είπε αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό η κ Λάουρα, σήμερα είμαι πολύ στεναχωρημένη. Από το πρωί όλα μου πάνε στραβά κι ανάποδα! Να σκεφτείς ότι λίγο πριν την προσγείωση, πιάστηκε το δάχτυλό μου στην παγωθήκη της σαμπάνιας και μου έσπασε το νύχι. Δεν ξέρω πως θα το ξεπεράσω! Θα τρελαθώ!  
Η υπάλληλος, έκανε ένα μορφασμό που ελευθέρωνε όλη της την κατανόηση και τη συμπάθια προς την πολύ καλή της πελάτισσα, για το ανεπάντεχο ατύχημα που της συνέβη. Έπειτα, τη συνόδευσε με το ταξί που περίμενε στην έξοδο του αεροδρομίου, ως την οδό Bahnhofstrasse ή αλλιώς την «οδό των πολυτελών καταστημάτων» όπως την ξέρουν οι ευυπόληπτοι πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας!
Ο Μένιος και η Λάουρα κόντευαν να συμπληρώσουν εννιά χρόνια γάμου, χωρίς να έχουν ακόμη παιδιά. Θες η έντονη ζωή του Μένιου που είχε πάθος με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό και την ιστιοπλοΐα, θες η αναποφασιστικότητα της Λάουρας που δεν ήθελε με τίποτα να θυσιάσει τη σιλουέτα της στον βωμό μιας γέννας, το πήγαιναν το πράμα από αναβολή σε αναβολή!
Από λεφτά; Με τη σέσουλα! Αυτό το είχαν φροντίσει οι «αυτοεξόριστοι» μπαμπάδες τους, που ήταν από κείνους που σαν γύρισαν στην Ελλάδα με τη μεταπολίτευση, εκμεταλλεύτηκαν την κομματικοποίηση και την αποδιοργάνωση του κράτους και σαν μόνιμοι προμηθευτές του δημοσίου με τις κατάλληλες γνωριμίες στο υπουργείο εμπορίου και στο κόμμα, πήρανε του κόσμου τις επιδοτήσεις κάτω από το τραπέζι και κάνανε τεράστιες περιουσίες. Τα διακοσάευρα και τα εκατοδόλαρα, κατέφθαναν από όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις που συνδέουν τηνMonte Tapiano Ltd, με τους φορολογικούς παραδείσους των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών. Έτσι το ζευγάρι δεν είχε την παραμικρή έγνοια και ανησυχία, για το πώς θα ξημερώσει η επόμενη μέρα, ο μήνας, τα χρόνια και οι γενιές του.
 Η Λάουρα δεν έχασε χρόνο, ξεχύθηκε και «σήκωσε» τα καταστήματα με τη γυναικεία μόδα, τα γυναικεία αξεσουάρ, τα γυναικεία μεθυστικά αρώματα και φυσικά τα γυναικεία κοσμήματα, που την έκαναν να αισθάνεται ακόμα πιο όμορφη και κατά πολύ νεότερη. Τέλος, πριν καθίσει στην παρακείμενη πλατείαParadeplatz για μια ζεστή σοκολάτα, δεν παρέλειψε να φορτώσει την ολοκαίνουρια πλατινένια κάρτα της με ένα επώνυμο ανδρικό πουκάμισο από τις προσφορές της ημέρας, καθώς και μια μεταξωτή γραβάτα με την υπογραφή τουMassimo Scapellato, για τον Μένιο της.  
Μετά από λίγο όμως άρχισε να πλήττει. Ανέβασε στο twitter μια selfie με φόντο το κτίριο της Credit Suisse, ρούφηξε δυο γουλιές από τη σοκολάτα της και κοίταξε με παράπονο το σπασμένο της νύχι. Την απελπισία της, την διέκοψε το κουδούνισμα του κινητού της.
-    Πλήττω αφάνταστα Μένιο μου!  Ήταν ο άντρας της από το Μόντε Κάρλο όπου λάμβανε μέρος σε ένα σιρκουί ταχυπλόων σκαφών. Λείπουν όλοι οι φίλοι μας από τη Ζυρίχη… είχα ένα φοβερό ατύχημα σήμερα με το νύχι μου… το βράδυ επιστρέφω Αθήνα… έχω μια ωραία ιδέα για μια επένδυση σε ένα μικρό διαμερισματάκι στη Ζυρίχη, θα σου την πω όταν γυρίσεις. Σου πήρα κι ένα δωράκι. Σε φιλώ!
            Το ίδιο βράδυ αφού υπέγραψε κάτι συναλλαγματικές στον Ελβετό δικηγόρο της, πήρε την τελευταία πτήση για Αθήνα.
            Στην αίθουσα VIP του ¨Ελευθέριος Βενιζέλος¨ την περίμενε ο Ναρέν, ο Ινδός οδηγός της λιμουζίνας της, που είχε εν τω μεταξύ παραλάβει τις αποσκευές της με τα ψώνια. 
           Πηγαίνοντας προς το κολωνάκι κόντεψαν να πέσουν πάνω σε ένα τεράστιο μπουλούκι από εκατοντάδες Ασιάτες μετανάστες που τους οδηγούσε η αστυνομία πεζή, από την Εκάλη προς την πλατεία Βικτωρίας και τον Βοτανικό.
-     Ποιοι είναι αυτοί οι κουρελήδες Ναρέν που μας κλείνουν το δρόμο; Ρώτησε τον οδηγό της η κυρία Λάουρα και ύστερα, χωρίς να περιμένει την απάντηση, κοίταξε με φρίκη το σπασμένο της νύχι και συμπλήρωσε αφήνοντας να της ξεφύγει ένας ελαφρύς αναστεναγμός:
-     Δύσκολη μέρα η σημερινή Ναρέν. Με κούρασε αφάνταστα!!!
Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Ένοχη Ανοχή.


      Τον Μάκη, τον βρήκε το χάραμα της μέρας στο πόδι. Άνεργος και άεργος εδώ και ενάμιση χρόνο, είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με την κατάσταση, αν και κάτι μέσα του τον έτρωγε. Παιδιά σκυλιά δεν είχε στα τριανταεπτά του, όταν του ανακοίνωσαν την απόλυσή του. Μάζεψε συγκαταβατικά σε μια χαρτόκουτα τα προσωπικά του αντικείμενα, χαιρέτισε τους συναδέλφους του στο τμήμα παραγωγής της εταιρείας που δούλευε κι έφυγε ανεπιστρεπτί.  
 -    Βρε παιδάκι μου! Μουρμούρισε αντί για καλημέρα ο πατέρας του μόλις τον αντίκρισε. Ενάμισι χρόνο τώρα από τότε που σε απολύσανε και δεν μπόρεσα ποτέ να σε καταλάβω. Με δυο μεταπτυχιακά και διδακτορικό, σε διώξανε με το έτσι θέλω κι εσύ δεν αντέδρασες καθόλου. Τι τις έχουμε τόσες γνωριμίες; Ούτε τους δικούς μας βουλευτές δε θέλεις να πιάσουμε! Με τέτοια κρίση που περνάει η οικονομία, που θα βρεις πάλι δουλειά;
-     Πατέρα, πάλι άρχισες τα ίδια και τα ίδια. Και δε λέω, μπορεί σε πολλά να έχεις δίκιο. Ξέσπασε ο Μάκης. Αλλά, μη με ρωτάς γιατί ανέχτηκα αδιαμαρτύρητα την απόλυσή μου. Απολύθηκα γιατί χρεοκοπήσαμε. Και χρεοκοπήσαμε πρωτίστως σα χώρα ηθικά και κοινωνικά, γιατί η δική σου γενιά, έδειξε και δείχνει ακόμη και σήμερα ανοχή στην παραβίαση των κανόνων της ηθικής, την καταρράκωση των αξιών και τον εξευτελισμό των θεσμών.
-     Και θα σου το κάνω αμέσως λιανά, για να τελειώνει αυτό το παραμύθι, συνέχισε ο νεαρός:  Πρώτος και καλύτερος φταις εσύ, που όντας δεξιός και πατριώτης, δεν αντέδρασες ποτέ, όταν αλήτες κουκουλοφόροι καίγανε την ελληνική σημαία και το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Φταίει η μαμά, που σαν συγγραφέας και μέλος της αριστερής διανόησης, επέτρεψε να αλωνίζει στον ιδεολογικό της χώρο, η υποκουλτούρα και το περιθώριο.  Φταίει ο  θείος Στέφανος, που καταξιωμένος σκηνοθέτης και ακαδημαϊκός, ανέχτηκε και ανέχεται σιωπώντας τα τελευταία τριάντα χρόνια, την ξετσιπωσιά, τη χυδαιότητα και την κακογουστιά, να χαρακτηρίζουν τον πολιτικό λόγο και την πολιτισμική μας έκφραση. Δε θα έλεγα πως είναι άμοιρη ευθύνης και η ξαδέρφη σου η Πιπίτσα, που έφτασε στα ύπατα αξιώματα του δικαστικού σώματος, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία μόνο για την εξομοίωση των μισθών των δικαστικών με αυτούς των βουλευτών, σφυρίζοντας ταυτόχρονα αδιάφορα στα όσα μύρια συνέβαιναν γύρω μας τόσα χρόνια. Ακόμα αν θες, φταίνε οι πιστοί της ενορίας μας, που κρατούν παθητική στάση απέναντι σε χαμερπείς και ατάλαντους ¨σατιρικούς¨ που προσβάλλουν τα ιερά και τα όσια της πίστης μας, σε αντίθεση με πιστούς άλλων δογμάτων που δεν ανέχονται και δεν επιτρέπουν παρόμοιες συμπεριφορές.
-         Η πολιτεία επίσης φταίει, που ανέχεται τους ξένους, να μας ¨νοικοκυρεύουν¨  και να μας ¨τακτοποιούν ¨την εθνική μας κυριαρχία. Και ο λαός βέβαια, καθόλου άμοιρος ευθυνών δεν είναι, όταν, όχι μόνο ανέχεται, αλλά και ανταμείβει με την ψήφο του τους πολιτικούς εκείνους, που διαχειρίζονται το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον με μειωμένες αντιστάσεις, προκειμένου να προστατέψουν το κόμμα και την καρέκλα τους .  
      -
    Μα εγώ γιέ μου, δεν μιλάω για θεωρίες, για ιδεολογίες και για γενικότητες. Αναφέρομαι στο δικό σου καλό. Αυτό είναι που μετράει. Και να έχεις υπόψη σου πως το κοινό συμφέρον, όχι σπάνια, βλάπτει το ατομικό!

      Ξαναμμένος ο Μάκης και αισθανόμενος να τον χωρίζει από τον πατέρα του επικοινωνιακό χάος, νίφτηκε, ντύθηκε πρόχειρα, τον χαιρέτησε μ ένα νεύμα και βγήκε στο δρόμο για να φτιάξει η διάθεσή του. Μόλις τον χτύπησε στο πρόσωπο το δροσερό αεράκι, ένα κύμα αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης
 γαντζώθηκε στο στήθος και στην καρδιά του. 
      Δε θα είχε κάνει περισσότερα από μερικά βήματα, όταν έπεσε πάνω σε έναν καλοντυμένο και καλοξυρισμένο άνδρα.
 
      -
     Γεια σου Μάκη! Τι κάνεις βρε παιδί μου; Πως είσαι; Χρόνια και ζαμάνια!   Ήταν ο παιδικός και επιστήθιος φίλος του, ο Νικόλας. 
      -
     Βρε Νικόλα! Τρόμαξα να σε γνωρίσω! Που βρίσκεσαι αδερφέ μου;
      -
     Μάκη μου, έχω τέσσερα χρόνια τώρα στη Γερμανία και δουλεύω σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Δόξα τω θεώ όλα πάνε μια χαρά. Εσύ; Πως τα πας στη δουλειά; Παντρεύτηκες με τη Ζωζώ;
      -
     Τίποτε Νικόλα. Εμένα με έδιωξαν από τη δουλειά και η Ζωζώ έφυγε σε κάτι συγγενείς της στη Νορβηγία. Δε θα έλεγα πως είμαι στις καλές μου, αλλά το παλεύω. 
      -
    Και τι κάθεσαι Μάκη μου; Έλα μαζί μου στη Γερμανία. Με τα προσόντα που έχεις θα βρεις σίγουρη και καλή δουλειά. Εδώ σ αυτή τη χώρα δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ τίποτα. Δεν υπάρχει προοπτική. Χάνεις το χρόνο και τη ζωή σου. Εγώ δεν τους άντεξα άλλο, έφυγα στο εξωτερικό και βρήκα νόημα στη ζωή μου. Εσύ πως τους ανέχεσαι ακόμα; 
      -
    Όχι βρε Νικόλα, δε θα φύγω! Θα καθίσω εδώ και θα αγωνιστώ! Βλέπω τους ανθρώπους γύρω να αλλάζουν, ειδικά όσους είναι κοντά στην ηλικία μας. Είχα μια κουβέντα πριν λίγο με τον πατέρα μου. Του τα είπα για πρώτη φορά έξω από τα δόντια, ξαλάφρωσα και αποφάσισα από σήμερα να αντιδράσω. Δεν ξέρω ακόμα πως, αλλά θα το βρω. Έχω κατά νου να αξιοποιήσω και κάποια περιουσιακά στοιχεία της μάνας μου για να αρχίσω μια δική μου καινοτόμο δουλειά. Δεν το βάζω κάτω. Ζούμε στην ομορφότερη και πιο πλούσια χώρα του κόσμου και δεν την αλλάζω με τίποτα. Εμείς, ο λαός, πρέπει να αλλάξουμε πρώτα Νικόλα. Τέρμα πια η ανοχή και η ανεκτικότητα! Τέρμα!
      Συγκινημένοι, αποχαιρετίστηκαν οι δυο φίλοι,
 χαράζοντας  πάνω στα όνειρά τους τη δική του ο καθένας διαδρομή. Δεμένοι όμως και οι δυο με την υπόσχεση, πως κάποια μέρα θα συναντηθούν σ αυτόν εδώ τον τόπο, για να κάνουν απολογισμό των επιλογών τους, κάτω από καλύτερες συνθήκες, όπως ακριβώς αξίζει στην Ελλάδα μας.   


Γιάννης Β. Δεβελέγκας.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΑ ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗΝ ΨΕΥΔΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

         
Ο πνευματικός έμεινε άφωνος από τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια του Λαυρέντη, του νεαρού μαθητή της πρώτης τάξεως του Λυκείου, που του εξομολογήθηκε όλες τις αμαρτίες του, ακολουθώντας τις οδηγίες και το πρόγραμμα της καλοκαιρινής κατασκήνωσης της ενορίας της Αναλήψεως.

          «Όλοι γνωρίζουμε τι κάνουν οι νέοι αυτής της ηλικίας όταν σκανδαλίζονται και βρίσκονται μόνοι τους», σκέφτηκε ο αγαθός ιερέας. «Δεν τους αφήνει σε ησυχία ο σατανάς». 

          -          Είσαι καλοπροαίρετος άνθρωπος παιδί μου. Ψέλλισε τελικά ο παππούλης μόλις ανέκτησε την ψυχραιμία του.  Αν αποφύγεις τις σκοτεινές δυνάμεις του Πονηρού για σαράντα μέρες, θα μπορέσεις να μεταλάβεις. Πάρε κι αυτή την προσευχή, να τη διαβάζεις δέκα φορές την ημέρα και θα λάβεις συγχώρεση!

          -          Μα καλά! Τι πήγες και είπες! Τον επέπληξε με αυστηρότητα ο ομαδάρχης του αργότερα. Είπαμε πως στην εξομολόγηση τα λέμε όλα, αλλά κάποια πράγματα, δεν συμπεριλαμβάνονται στο …¨όλα¨! Είσαι ανόητος!

          Το επεισόδιο αυτό, στάθηκε αφορμή να ακούσει ο Λαυρέντης για πρώτη φορά στη ζωή του, για τα κατά συνθήκην ψεύδη. Δηλαδή, για εκείνα τα ψέματα που λέμε για να αποκρύψουμε ή να διαστρεβλώσουμε την αλήθεια, με σκοπό, είτε να μη θίξουμε τους άλλους, είτε να προστατέψουμε τους δικούς μας ανθρώπους και τον εαυτό μας, είτε ακόμα για το ...«κοινό καλό»!

            Στάθηκε επίσης αφορμή, να συνειδητοποιήσει πως η κοινωνία των ανθρώπων, από τη μια είναι πρόθυμη να μισήσει και να στηλιτεύσει όποιον λέει την αλήθεια και από την άλλη να αγαπήσει μέχρι λατρείας τους κόλακες κι αυτούς που υπόσχονται τα πάντα, μοιράζοντας κραυγαλέα ψεύτικες και ανυπόστατες ελπίδες και προσδοκίες.

          Πέρασαν τα χρόνια, ο Λαυρέντης μεγάλωσε και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία. Όχι επειδή ήταν η πρώτη του επιλογή, αλλά γιατί εκεί τον έριξε το σύστημα των εξετάσεων του υπουργείου. Γράφτηκε στη νεολαία του κόμματος κι απέκτησε το απαραίτητο διαβατήριο για την πρόσληψή του ως δημοσιογράφος – ρεπόρτερ, στο κρατικό κανάλι. Μια χαρά τακτοποιήθηκε ο Λαυρέντης και αν δεν έφτασε πολύ ψηλά, ήταν γιατί παρέμεινε ειλικρινής, αυθόρμητος και καλοπροαίρετος, όπως πολύ σωστά το είχε διακρίνει κάποτε ο πνευματικός του.

          Ένα πρωί, κι ενώ είχε αράξει στο γραφείο του προσωπικού και ξεφύλλιζε το κλασικό βιβλίο του Μαξ Νορντάου « Τα κατά συνθήκην Ψεύδη», μπήκε στο γραφείο ο γενικός διευθυντής ειδήσεων του καναλιού και του έδωσε έναν κλειστό φάκελο.

          -          Σπουδαίο αυτό το βιβλίο Λαυρέντη! Του είπε φεύγοντας ο διευθυντής. Ρίξε μια ματιά στην σελίδα που γράφει πως: «Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που λέγονται, είναι πως ο τύπος εκφράζει την κοινή γνώμη, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθεί να τη διαμορφώσει».

          Άνοιξε τον φάκελο ο Λαυρέντης. Περιείχε τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να κάνει το ίδιο απόγευμα στον πρωθυπουργό, στη καθιερωμένη συνέντευξη της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Χαμογέλασε ειρωνικά.

          Στην αίθουσα επικρατούσε μεγάλη αναταραχή από τις προετοιμασίες των τηλεοπτικών συνεργείων και τις φωνές των δημοσιογράφων που έσπευδαν να πάρουν θέση. Παρότι είχε χρόνια σ΄ αυτή τη δουλειά ο Λαυρέντης, δεν είχε συνηθίσει ακόμα το θράσος των πολιτικών. Απίθανες υποσχέσεις, αθρόες παροχές, μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας, αυξήσεις στους μισθούς, δημιουργία πληθώρας θέσεων εργασίας, επαναπροσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, φορολόγηση των πλουσίων, καθώς και άλλα τέτοια ευτράπελα που συνηθίζουν να λένε οι πολιτικοί για να κοιμίζουν τον λαό και να τους ψηφίζει. 

          Στο τέλος της συνέντευξης ο Λαυρέντης είχε ένα σφίξιμο στο στομάχι και τον περιτριγύριζε μία βαθιά απογοήτευση. Σκεφτόταν πως τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει σ αυτόν τον τόπο. Τα ίδια πάντα ψέματα και υπερβολές. Πέρασαν από το μυαλό του φωτογραφικά ένα σωρό άθλια συνθήματα εξαπάτησης του λαού: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Λεφτά υπάρχουν»,  «Εθνικό σχέδιο σωτηρίας από την κρίση», « Θα αγωνιστώ για το καλό του τόπου», «Αλλαγή», «Εκσυγχρονισμός», «Επανίδρυση», «Ανατροπή», «Δεσμευόμαστε». Και μετά, ερχόταν ο λογαριασμός.

          Γύρισε στο σταθμό αργά το βράδυ και πήγε κατ ευθείαν στο γραφείο του γενικού διευθυντή, να του αναφέρει τα καθέκαστα. Εκεί τους βρήκε όλους μαζεμένους  και χαρούμενους.

          -          Μπράβο παιδιά! άκουσε τον γενικό διευθυντή να λέει. Μεγάλη επιτυχία η συνέντευξη! Δώσαμε σήμερα μαθήματα δημοσιογραφίας! Μπράβο και σε σένα Λαυρέντη! Με τις ερωτήσεις σου προς τον πρωθυπουργό εκφράστηκε σήμερα η κοινή γνώμη με τον καλύτερο τρόπο!!! 

          Ο Λαυρέντης δεν μίλησε. Πέρασε στο διπλανό γραφείο, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα διπλωμένο χαρτάκι που του είχε δώσει κάποτε σε μια κατασκήνωση ένας καλοκάγαθος ιερέας κι ακούστηκε να μουρμουρίζει κάτι...

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΔΕΙ(Η)ΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ


            Πενθήμερες ή μεγάλες εκδρομές, πήγαιναν οι τελειόφοιτοι του Λυκείου και στην προ Βέρτη, Ρέμου ή Ζήνας εποχή. Μόνο που τότε, λόγω του χαμηλού κατά κεφαλήν εισοδήματος των γονέων και των κηδεμόνων, στην καλύτερη των περιπτώσεων η επιλογή για την καθιερωμένη βραδινή έξοδο θα γινόταν, αναλόγως του προορισμού, σε καμιά ψαροταβέρνα της Θάσου, σε κάποιο λαϊκό κέντρο στο Καραμπουρνάκι ή ακόμη και σε μια γνωστή Πλακιώτικη ταβέρνα με κιθάρες και επτανησιακή χορωδία.
            Μια τέτοια βραδιά, συναντήθηκαν ένα Λύκειο Θηλέων κι ένα αντίστοιχο Αρρένων από δύο επαρχιακές πόλεις στον ΒΑΚΧΟ, μια κοσμική ταβέρνα της παλιάς Αθήνας που ήταν στολισμένη με τοιχογραφίες των κλασικών μπεκρήδων της εποχής και με το αγιόκλημα σκαρφαλωμένο στην ξύλινη περίφραξη του κήπου του παλιού αρχοντικού που τη φιλοξενούσε.
            Κουβέντα στην κουβέντα, ποτηράκι στο ποτηράκι, όχι μετά από πολύ ώρα ο Φώτης και η Μαριώ, βρέθηκαν ο ένας πλάι στον άλλον να τραγουδούν το ρεφρέν: «Έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι…». Επειδή όμως η τεχνολογία εκείνης της εποχής δεν περιελάμβανε στο μενού της, ΜΜS, SMS, Facebook, Selfie και άλλες τέτοιες σημερινές επικοινωνιακές ευκολίες, συμφώνησαν στο τέλος της βραδιάς και πριν να αποχωριστούν,  να ανταλλάξουν διευθύνσεις και να αλληλογραφούν με την ελπίδα το ερχόμενο Φθινόπωρο να τους βρει παρέα σε κάποιο από τα πανεπιστήμια της χώρας και πάντως να μην χαθούνε, γιατί η μεταξύ τους συμπάθεια και έλξη ήταν αναμφισβήτητη.  
            Ο Φώτης ήταν αυτός που αποφάσισε πρώτος να γράψει γράμμα. Ωστόσο είχε την αφέλεια να συμβουλευτεί κάποιους από τους συμμαθητές του, που τον παρότρυναν σκοπίμως να αφήσει στην άκρη τις ευγένειες και να χρησιμοποιήσει στο γράμμα του φράσεις και άσεμνες προτάσεις, που ήταν βέβαιο πως θα ενοχλούσαν μια σοβαρή κοπέλα που σεβότανε τον εαυτό της. Έτσι ο φουκαράς ο Φώτης εξετέθη ανεπανόρθωτα. 
           Μετά από δύο εβδομάδες έλαβε απάντηση στο γράμμα του, που δεν ήταν καθόλου κολακευτική. Στην πραγματικότητα η Μαριώ, του επέστρεψε το γράμμα που της είχε εκείνος στείλει, κατακοκκινισμένο, με διορθωμένα τα ορθογραφικά και τα συντακτικά του λάθη και με ένα υστερόγραφο επίσης γραμμένο με κόκκινο στυλό που έλεγε: 
            Υ.Γ.: «Αγαπητέ μου. Το δείγμα γραφής σου, δεν είναι καθόλου καλό. Δεν φτάνει που είσαι αναιδής είσαι και αστοιχείωτος».
            Αυτή την αστεία και διδακτική συνάμα ιστοριούλα, μου την είχε διηγηθεί κάποτε με πόνο ψυχής, ο ίδιος ο παθών.

Γιάννης Β. Δεβελέγκας