Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

ΜΕΓΑΛΕ …ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

        
 
         Βολεύεσαι όσο πιο αναπαυτικά γίνεται στην πολυθρόνα που έστησες αντικριστά στο αναμμένο τζάκι. Βάζεις σε mp3 - για λίγη ατμόσφαιρα - να παίζει ο Dylan μοναχός χωρίς τη δυνατή τη νικοτίνη, γιατί την έχει απαγορέψει στο σπίτι η γυναίκα σου, και γεμίζεις την παλάμη σου με το μεταχειρισμένο ip6 που αγόρασες στα μουλωχτά από τον πλανόδιο Πακιστανό της γειτονιάς σου. 
Το σκηνικό στήθηκε!

         Στο βάθος παίζει η …TV. Πλάνα από συνωστισμό μεταναστών στην Ειδομένη. Το κράτος απουσιάζει!

         Τι να κάνουν τα φιλαράκια μου; Αναρωτιέσαι. Μπαίνεις στο facebook και ανεβάζεις τη selfie που έβγαλες το ίδιο μεσημέρι με αγκαλιά το μαλτεζάκι μίας φίλης. Τα μαλτεζάκια είναι γεγονός πως έχουν πέραση, είναι πιασάρικα, είναι και trendy! Τραβάν τα «like» όπως η το αναψυκτικό τα έντομα το καλοκαίρι!

         Περιμένεις ανυπόμονα τα πρώτα «like»! Αργούν! Σε πιάνει δυσφορία!

         Στο βάθος παίζει η …TV. Σκηνές από ξυλοδαρμούς στο λιμάνι του Πειραιά. Το κράτος απουσιάζει!

         Αρχίζεις να μπαίνεις με μανία στα profiles των φίλων σου και να τους κάνεις όσα «like» προλαβαίνεις περισσότερα. Όχι γιατί σου αρέσουν οι επιλογές και οι αναρτήσεις τους, που έτσι κι αλλιώς δεν τις διαβάζεις, αλλά για να τραβήξεις πάνω σου την προσοχή τους, τον θαυμασμό, την επιβράβευσή τους για τη selfie που ανάρτησες. Τώρα αρχίζεις να αγχώνεσαι. Παίρνεις βαθιά ανάσα.

         Στο βάθος παίζει η …TV. Συνθήκες πόνου και χαμού. Εκατοντάδες πτώματα προσφύγων σε παραλία της Λέσβου. Το κράτος απουσιάζει!

         Επιστρέφεις στο profile σου. Ακόμα τίποτε, ούτε ένα like! Εκνευρισμός. Αρχίζει να σου φταίει η πολυθρόνα! Ο
Dylan το χαβά του «The answer my friend is blowin΄ in the wind…». Σε γυροφέρνει η απελπισία.

         Σηκώνεσαι και ρίχνεις ξύλα στη φωτιά. Βάζεις απ΄ το μπουκάλι του ουίσκι μια ρακή, για να στανιάρης. Θρονιάζεσαι γεμάτος προσδοκίες στην πολυθρόνα σου. Εφτά «like» και τέσσερα «ουάου»! Καλά τα πάμε σκέφτεσαι και το ηθικό σου αρχίζει να επανέρχεται αλματωδώς μαζί με την αυτοεκτίμηση. Ο
Dylan συνεχίζει επικριτικός, «the times they are a-changin'».

        
Στο βάθος παίζει η …TV. Οι ροές συνέχεια αυξάνονται. Συστάσεις από την Ύπατη Αρμοστεία, αόριστες και γενικές! Ανέλαβαν οι Μ.Κ.Ο.Το κράτος απουσιάζει!

         Τα «like» πιάσανε την κατοστάρα! …Θρύλε Θεέ μου! Έχεις μέσα σε μισή ώρα τέσσερις κοινοποιήσεις!. …Ολυμπιακέ μου! Μα ποιος είσαι επιτέλους! Μεγάλε …δεν υπάρχεις!

         Στο βάθος παίζει η …TV. Σκηνές ντροπής και εξαθλίωσης. Απελπισμένα γεροντάκια, ώρες και ώρες στην ουρά, εξαντλούν την υπομονή και τις αντοχές τους περιμένοντας για το επίδομα αλληλεγγύης.Το κράτος απουσιάζει!

         Και ξαφνικά, σου πέφτει πάλι η διάθεση. Κλείνεις την TV, βάζεις ξύλα στη φωτιά. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Αύριο πρωί πρέπει να πας το SUV για πλύσιμο.

         Επιστρέφεις στο profile σου. Διακόσια πενήντα «like»! Έντονος εκνευρισμός. Αρχίζει να σου φταίει η πολυθρόνα! Το μαλτεζάκι! Τί το ήθελες το μαλτεζάκι να το βάλεις μαζί σου στη φωτογραφία και να σου κλέψει αυτό τη δόξα; Πόσα από τα «like» άραγε να χρωστάς  σ΄ εκείνο το μαλλιαρό το «σφουγγαρόπανο»; Πόσα από αυτά είναι κατά δικά σου;

         Κι ο Dylan τώρα πια σε κοροϊδεύει επαναλαμβάνοντας: Πώς αισθάνεσαι; «Like a Rolling Stone».

         Σε κυριεύει απελπισία. Γεμίζεις το ποτήρι με οινόπνευμα!

         Στο βάθος παίζει η …ζωή. Σκηνές απ την πραγματικότητα. Εσύ απουσιάζεις!
Μεγάλε …δεν υπάρχεις.


Γιάννης Β. Δεβελέγκας



Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Ο ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΛΙΣΙΩΝ

 Μια ουγγρική παροιμία λέει: «Η φτώχεια υποφέρεται πιο εύκολα από τις τύψεις»! Και στην περίπτωσή μου, έχει δίκιο. Για να σας δώσω να καταλάβετε, αυτή την ώρα λιάζομαι αγκαλιά με το αμόρε μου σε μία αμμουδιά της Καραϊβικής και δεν μπορώ να το απολαύσω. Με φάγανε οι τύψεις. Και επειδή, αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία, αποφάσισα να σας τα πω όλα με το νι και με το σίγμα. Στο κάτω – κάτω της γραφής ποιος είμαι εγώ που θα αντέξω μόνος μου ένα τόσο μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου; Ένας απλός κεραμιδόγατος είμαι, που λίγες μέρες πριν, ξόδευα τη ζωή μου φυλακισμένος σε μια «τρύπα» με ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης, για πράκτορες της μυστικής και για ντετέκτιβ. 
Πού ζω; Σε ένα απαίσιο παραμάγαζο στα Ιλίσια, κοντά στον Πύργο της Αθήνας.
Το αφεντικό μου, ένας σκοτεινός και περίεργος τύπος όλο νεύρα και παραξενιές, είχε ένα απίστευτο χάρισμα. Κατάφερνε να «ντύσει» με κοριούς, καλώδια, μικρόφωνα και κάμερες ασύρματες υψίστης ακριβείας, ένα μεγάλο διαμέρισμα, μέσα σε τρία μόλις τέταρτα της ώρας. Παντού είχε καρφώσει κάμερες, από τα τζάκια του Μαξίμου μέχρι τις τουαλέτες του Αστέρα Βουλιαγμένης. Ακόμα και σε μένα είχε βάλει μία μικροκάμερα - στρασάκι στο αφτί μου, για να κατασκοπεύει εκεί που τριγυρνάω τα βράδια. Κι εδώ ακριβώς, αρχίζει η δική μου περιπέτεια:
Εκείνο το βράδυ, ξεκίνησα ανέμελα την καθιερωμένη μου βολτίτσα, από την Αμερικανική Πρεσβεία ως το Κολωνάκι, και τούμπαλιν.  
Καθώς περπατούσα, απέναντι ακριβώς απ΄ τη μεγάλη την πρεσβεία, με έπιασε ένα σφίξιμο, μια έντονη επιθυμία να βρεθούμε με το μεγάλο μου αμόρε, την Πούφη. Η Πούφη, είναι μια γκρίζα γάτα των Ιμαλαΐων, χαδιάρα, πανέμορφη κι αριστοκράτισσα, που μένει με την κυρά της, σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα που βλέπει φάτσα στον Λυκαβητό!
Δεν θα είχε περάσει ούτε δεκάλεπτο από τη στιγμή που η Πουφίτσα μου με άφησε να μπω στην αγκαλιά της και να μεθύσω με το πανάκριβο Caron Poivre της κυράς της, όταν ακούστηκε ένα κλειδί στην πόρτα. «Ποίος να είναι άραγε τέτοιαν ώρα»; Αναρωτήθηκε η Πούφη με γαλλική προφορά. «Η αφεντικίνα μου επήγεν εις τα σκυλάδικα και είναι βέβαιον πως θα αργήσει».   
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το μωρό μου την κουβέντα της και μπούκαραν στο διαμέρισμα δύο πανύψηλοι μαντραχαλάδες, ένας κοντός που παρίστανε τον αρχηγό τους και ένας άλλος περίεργος τύπος, που έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε σερβιτόρο, μπάρμαν και στρατηγικό σύμβουλο. Εγώ, ίσα που πρόλαβα και κρύφτηκα πίσω από μια βαριά βελούδινη κουρτίνα.
 Οι μαντραχαλάδες έκαναν έλεγχο στους τοίχους, στα πατώματα και στα έπιπλα, μήπως και βρουν κάποιο κοριό που δεν τον είχανε τοποθετήσει οι ίδιοι. Ο κοντός φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχος, κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε. Ο σερβιτόρος αντιθέτως ήταν ψύχραιμος, άραξε στον γωνιακό καναπέ και διάβαζε μεγαλοφώνως τα ονόματα των παλιών Διοικητών του Αγίου Όρους!  
Ξαφνικά, ακούστηκε ένα θρασύ, αναιδές και παρατεταμένο χτύπημα στην πόρτα. Ο κοντός πετάχτηκε σαν ελατήριο και άνοιξε. Ένας ηλικιωμένος τύπος καραφλός, με ακριβό κοστούμι, κατακόκκινη γραβάτα και με μάτι όλο κακία και πονηριά, πέρασε μέσα σαν να έμπαινε στο σπίτι του. Κάθισε στο σαλόνι. Ήτανε φανερό πως δεν ερχότανε εδώ για πρώτη φορά. Οι δυο μαντραχαλαίοι  χαιρέτησαν τον νεοφερμένο υποτακτικά και βγήκανε αμέσως έξω. Ο κοντός, χωρίς να ρωτήσει, πήγε στην κουζίνα για να φτιάξει τρία εσπρεσάκια. Τα δύο μέτρια γι αυτόν και για τον σερβιτόρο, και το τρίτο σκέτο για τον επισκέπτη. Ο σερβιτόρος δεν το κούνησε από τη θέση του, ήταν βαθιά συγκεντρωμένος σε ένα παιχνίδι ηγεσίας και στρατηγικής, που έπαιζε στο κινητό του.
Αφού ήπιανε τα εσπρεσάκια τους οι τρεις τους χωρίς να ανταλλάξουνε κουβέντα, ο πονηρός έβαλε το χέρι του κάτω από το …τραπέζι, έπιασε ένα παιχνίδι κάτι σαν Monopoly κι αρχίσανε να παζαρεύουνε την εξουσία, τα λεφτά και τα συμβόλαια. Ο κοντός δεν έδειχνε να κατέχει και πολύ από αυτό το παιχνίδι και κάθε τόσο κοίταζε στα μάτια τον σερβιτόρο-στρατηγικό σύμβουλο, που φαινότανε σ΄ αυτά …μανούλα!
Και πάνω που σκεφτόμουνα πόσο ωραίο ήτανε ετούτο το παιχνίδι που βγαίνουν πάντα όλοι κερδισμένοι, έπεσε πάνω μου το μάτι το ψυχρό του πονηρού και άρχισα ο άμοιρος να τρέμω. «Αυτόν τον γάτο δεν τον έχω ξαναδεί» φωνάζει «Αμέσως πιάστε τον, μας παρακολουθούνε»! Πετάχτηκαν οι τρεις τους, με στριμώξανε μπροστά στην μπαλκονόπορτα κι αρχίσανε να με βαράνε με μανία. Ευτυχώς που η Πούφη, το κορίτσι μου, ενήργησε με αυτοθυσία! Πάτησε με το πόδι της ένα κουμπί που άνοιγε την μπαλκονόπορτα και φύγαμε από εκεί τα δυο, παρέα!    
Τα υπόλοιπα ίσως να τα μαντέψατε αμέσως. Το αφεντικό μου μοσχοπούλησε το βίντεο με το επεισόδιο - που είχε γράψει από την κάμερα στο αφτί μου - σε κάποιες σκοτεινές υπηρεσίες. Φαίνεται πως τα πρόσωπα που συναντήθηκαν κρυφά και συνωμοτικά στο διαμέρισμα ήταν σημαίνοντα και το παιχνίδι στη «Monopoly» βρόμικο, σε μια περίοδο που η Ελλάδα χάνεται κι ο κόσμος υποφέρει. Κι έτσι, για μια φορά ακόμα μια τέτοια η ιστορία θα μείνει στο σκοτάδι. 


Να πως βρεθήκαμε λοιπόν, 
εγώ κι η Πούφη μου πάνω σε μια αιώρα 
κι απολαμβάνουμε πικρά, 
της Καραϊβικής τα πλούσια τα δώρα!

Και τώρα θα μου πείτε: Μα καλά, 
οι άλλοι κάναν τις βρομοδουλειές 
και τα παζάρια κάτω απ΄ το τραπέζι.
 Εσένα έναν γάτο, τι σε μέλει; 
Κι εγώ σας απαντώ ευθέως πως: 
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους 
που έχουν πόστα και εξουσία, 
εμείς οι απλοί κεραμιδόγατοι διαθέτουμε 
και ηθική και ευθιξία!  

Γιάννης Β. Δεβελέγκας 

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

ΧΤΙΣΜΕΝΑ …ΟΝΕΙΡΑ



          Το μικρό αυτό κείμενο, είναι αφιερωμένο στην ευγενεστάτη ανώνυμη κυρία, που μίλησε τις προάλλες στις ραδιοφωνικές συχνότητες, για να εκδηλώσει τον καημό της και συνάμα το μαράζι της Ελληνίδας μάνας, που δέχτηκε με σφοδρότητα το χτύπημα της μετανάστευσης. Της μετανάστευσης των δικών μας παιδιών, που με τεράστιες θυσίες και με κόπους τα σπουδάσαμε, και μας τα παίρνουν τώρα μακριά οι αποστάσεις:




-             Μαρία, έχεις δίκιο. Θα κρατήσουμε για μας αυτή τη μικρή γκαρσονιερίτσα στο ισόγειο. Καλά είναι να είμαστε κοντά με τα παιδιά μας στα γεράματα και να μην έχουμε ν΄ ανεβοκατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια.
                    «Ευτυχώς που βρέθηκαν αυτά τα συνεργεία για το χτίσιμο του σπιτιού. Ο ένας μάστορας καλύτερος από τον άλλον. Τουλάχιστον σ΄ αυτόν τον τομέα στάθηκα τυχερός, γιατί κατά τα άλλα, με μάδησε η εφορία. Άσε που το μεγαλύτερο το μέρος απ΄ το δάνειο ξοδεύτηκε για να καλύψει τα ελλείμματα του ΙΚΑ και όχι για τους εργάτες. Ελλείμματα από τον τζόγο στο χρηματιστήριο κι από τα όξυνα ομόλογα που έπαιζαν διορισμένες διοικήσεις των ταμείων και σκάρτες κυβερνήσεις».
-             Μαστρο-Κώστα, βάλε τα δυνατά σου. Τα μάρμαρα αυτά είναι για το σαλόνι του γιού μου του Λευτέρη στον δεύτερο τον όροφο. Κι εσύ κυρ Νίκο, τα σανίδια με το μαλακό, θα μπούνε στις κρεβατοκάμαρες τις κόρης μου στον πρώτο. Τα πήρα για την Ελενίτσας μας που τώρα είναι στο πανεπιστήμιο. Κι όταν με το καλό τελειώσει και γενεί γιατρίνα, θα μένει εδώ και θα την έχουμε κοντά μας!
……….

-             Μαρία έφυγα! Πάω στην τράπεζα να κάνω μία αίτηση, γιατί μας απειλεί η ίδια η κυβέρνηση πως αν δεν δώσουμε τη δόση για τον ΕΝΦΙΑ, τον φόρο δηλαδή ιδιοκτησίας για το σπίτι που φτιάξαμε για μας και τα παιδιά μας, θα κάνουνε κατάσχεση στη σύνταξη, λες και είμαι εγώ και όχι αυτοί ο λωποδύτης.
                    « Που να το φανταζόμουνα πριν δέκα χρόνια πως θα πάθαινα μια τέτοια νίλα! Τι το ΄θελα αυτό το σπίτι το ρημάδι. Με τσάκισε η εφορία και το δάνειο που πήρα για να το τελειώσω. Και να πεις πως έκανα και τίποτε υπερβολές; Τίποτε το σπουδαίο! Μια τυπική κατασκευή για τα παιδιά μας. Έτσι μάθαμε από τους γονείς μας έτσι κάναμε κι εμείς. Ένα κεραμίδι πάνω απ΄ το κεφάλι μας. Αυτό ήταν τ΄ όνειρό μας. Γι αυτό κοπιάσαμε, δουλέψαμε σκληρά κι εγώ και η γυναίκα μου η Μαρία, για να το φτιάξουμε και για να έχουν κάτι τα παιδιά μας στο ξεκίνημα».
-             Κύριε Αργυρόπουλε το ξέρω, καταλαβαίνω πως η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει την νομοθεσία, αλλά σας ικετεύω σα γονιός να κάνετε κομμάτι υπομονή για λίγες μέρες, ώσπου να εισπράξω κάτι λεφτουδάκια από δικούς μου οφειλέτες.
………..

-             Και τι το θέλαμε το σπίτι βρε Μαρία. Βραχνάς μεγάλος είχε γίνει! Το πήρε η τράπεζα και ησυχάσαμε. Μου έφυγε ένα μεγάλο βάρος, μια αγκούσα! Ειλικρινά σου λέω λευτερώθηκα! Έτσι κι αλλιώς μείναμε μόνοι. Έφυγε το αγόρι μας για το Λονδίνο για δουλειά και τώρα φεύγει και η Ελενίτσα! Καλά να είναι τα παιδιά μας θα μου πεις και θα το δεις πως κάποια μέρα θα γυρίσουν κι όλα θα γίνουνε με μιας όπως τα σχεδιάσαμε οι δυο μας. Έλα τώρα, πάμε να ρίξουμε μια τελευταία ματιά στο σπιτικό μας, γιατί από αύριο θα μπούνε ξένοι ιδιοκτήτες και θα αλλάξουνε τις κλειδαριές από τις πόρτες.
                    «Να το σαλόνι του Λευτέρη με το γυαλιστερό το μάρμαρο. Δύο φορές το ξήλωσε ο καψερός ο μαστρο-Κώστας για να το φτιάξει όπως το ήθελα. Να και οι κρεβατοκάμαρες οι παιδικές της Ελενίτσας, που ετοίμασα για τα δικά μας εγγονάκια. Πόσες και πόσες ώρες δεν εξόδεψα εδώ μαζί με τους εργάτες, ανάμεσα σε τούτα τα ντουβάρια; Κι όταν εκείνοι σχόλαγαν κι έμενα μόνος, έπιανα εκείνη τη γωνιά κι έκανα όνειρα και γέμιζε φωνές και μουσική και γέλια το γιαπί μου, καθώς σουρούπωνε και έσβηνε σιγά – σιγά ο ήλιος».
-             Πάμε Μαρία. Όποιοι κι αν έρθουν αύριο να πάρουνε το σπίτι, ποτέ τους δεν θα γίνουνε πραγματικοί ιδιοκτήτες. Φιλοξενούμενοι θα μείνουν, επισκέπτες, ανάμεσα σε τοίχους που χτιστήκανε με όνειρα δικά μας και με ελπίδες μιας ολάκερης ζωής!

Γιάννης Β. Δεβελέγκας